Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2022

Ευχαριστίες στην Ελένη Γκίκα για την επιμέλεια του αφιερώματος 
και το εξαίρετο fractal art για τη φιλοξενεία


Αύγουστος του ’22, διηγήματα για την Μικρασιατική Καταστροφή 
Επιμέλεια αφιερώματος: Ελένη Γκίκα


«Κυρά Σμύρνη» 
του Δημήτρη Βαρβαρήγου

Το γαλακτερό φως του θαλάμου του Δημόσιου γηροκομείου μαζί με κάποιους άτσαλους θορύβους και βογκητά κάποιων άλλων τροφίμων τής έφερναν αναστάτωση και μέσα στην γεροντική παραζάλη, η ενενηντάχρονη γυναίκα, φώναζε με την λιγοστή δύναμη που της πρόσφερε το εξαντλημένο σώμα της.
«Μάνα, μάνα…»
Μια νοσοκόμα στάθηκε πάνω από το ρυτιδιασμένο πρόσωπο, τής έπιασε απαλά το αποστεωμένο χέρι και την ρώτησε γλυκά για να την ηρεμήσει.
«Τι τρέχει κυρά Σμύρνη;»
Η ηλικιωμένη με τρεμάμενα χείλη άρχισε να ψελλίζει με ρυθμό.
Ωχού καημός αβάσταγος
Ωχού τη Σμύρνη εκάψαν
Πόνος καημός μανούλα μου
Τα μάτια μας εκλάψαν
-Μη ταράζεσαι καλή μου, είμαι κοντά σου.
-Νάτοι, νάτοι πάλι, έρχονται, η Αγία Φωτεινή να βάλει το χέρι της.
-Πάνε αυτά κυρά Σμύρνη, περάσανε. Έλα ηρέμησε, είμαι κοντά σου.
Ορθάνοιξε τα μάτια της, στύλωσε το βλέμμα της στη νοσοκόμα, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί ποια ήταν. Με κομμένη ανάσα άρχισε να μιλάει: Μιλάς; Ακούς; Δόξα το θεό.
-Έλα σε παρακαλώ, πάνε πια αυτά τα βάσανα περάσανε. Τώρα είσαι σε καλά χέρια.
«Ο Τούρκος, ποτέ δεν περνάει. Άκουσε με και βάλε το βαθιά στο μυαλό σου. Δεν πιάνεται φίλος. Αύγουστος ήταν· κι όμως, κόρη μου, έτρεμε το φυλλοκάρδι μου. Εκείνες τις νύχτες λες και το σκοτάδι ήταν πηχτό σαν πίσσα. Στα μαύρα ντυμένα τα δέντρα. Τα στενοσόκακα, ένα λαβύρινθος γεμάτος φίδια τούρκους. Μέχρι και τα σφυρήλατα αστέρια που λαμπύριζαν σαν κρύσταλλοι στο στερέωμα σκεπάστηκαν από ένα μαύρο πέπλο ομίχλης. Ήταν ο καπνός από τα σπίτια και τις εκκλησιές που καίγονταν, γεμάτα μέσα με γυναικόπαιδα. Μύριζε ο αέρας καμένη σάρκα.
»Το δράμα είχε αρχίσει πολύ πριν μπει ο Αύγουστος. Τα στρατεύματα μας ήταν παρατημένα. Βρωμιάρηδες πολιτικοί παρέδωσαν τη Σμύρνη στις φλόγες και στο αίμα. Έφτανε στα ρουθούνια τους η αποφορά της καμένης σάρκας και δεν τους έκοφτε που πλησίαζε το τέλος. Εγώ, που ήμουν μόνο τεσσάρων ετών καταλάβαινα τι θα ερχόταν· κι εκείνοι κοίταζαν πως θα κέρδιζαν τις εκλογές αδιάφοροι για τον εθνικό διχασμό.
»Πάνε τα όνειρά μας, πάνε οι ζωές μας. Ο όλεθρος ήταν παρόν, έδειχνε τα δόντια του μέρα τη μέρα όλο και πιο έντονα. Μυτερά, κοφτερά. Μόλις μπήκε ο Αύγουστος τα πράγματα είχαν στενέψει πολύ. Ο ελληνισμός ζούσε ένα δράμα. Χάθηκαν περιουσίες, κόποι μια ολάκερης ζωής. Χάθηκαν άδικα ζωές αθώες, που πλήρωσαν το τίμημα για λάθη άλλων.
»Ο Ύπατος αρμοστής, αυτός ο αισχρός άνθρωπος, ο Αριστείδης Στεργιάδης, ο προδότης, δραπέτευσε από τη Σμύρνη. Κατέρρεε το μέτωπο και για να στηρίξει την κυβέρνηση δεν ειδοποίησε τον κόσμο να φύγει να γλιτώσει την καταστροφή. Κι εμείς μόνοι κι αβοήθητοι, χάσαμε κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Πήραν τον πατέρα μου, δεν τον ξανάδα από τότε. Η μάνα έμαθε, δεν ήταν κάτι σίγουρο, πως τον είχαν σε τάγμα εργασίας. Έκανε το σταυρό της πως ήτα τάχα μου ζωντανός. Την ίδια την βίασαν τρεις άντρες, ο ένας μετά τον άλλο, ένα βράδυ μπροστά στα μάτια μου.
»Οι Τσέτες, οι Τσέτες, αυτοί οι Τσέτες, δεν είχαν δράμι αίσθημα, μόνο δίψα για αίμα. Οι αντιδράσεις των τούρκων φούντωναν όπως ρίχνεις πετρέλαιο στη φωτιά. Μπαίνανε στα σπίτια και σκότωναν όποιον έβρισκαν. Αποκεφάλιζαν άντρες και παιδιά. Βίαζαν γυναίκες μπροστά στους άντρες τους και τα παιδιά τους και μετά τις ξεκοίλιαζαν. Έκλεβαν και φεύγοντας έβαζαν φωτιά στα φτωχικά του κόσμου.
»Την επόμενη μέρα με περιμάζεψε η κωφάλαλη υφάντρα, μια γυναίκα που ήταν στη δούλεψη του πατέρα στο εριοκλωστήριο. Φορτώθηκε τη ζωή μου και με γλίτωσε. Παράχωσε το λιανό κορμάκι μου μέσα σε έναν μπόγο με σεντόνια και κεντητά σεμέν. Αγκομαχούσε για να αντέξει. Αργότερα, μετά εκατό μέτρα, που στριμώχτηκε στο συνωστισμό, τον έσερνε βήμα – βήμα μέχρι το λιμάνι.
»Καπνισμένα σώματα, καπνισμένοι μπόγοι. Άκουγα τις φωνές του κόσμου διάχυτες από τρόμο. Προσπαθούσε εκείνο το ανθρώπινο ποτάμι να φτάσει στο λιμάνι μήπως κι επιβιβαστεί στα μεγάλα συμμαχικά καράβια.
»Οι αλήτες, τίποτα δεν έκαναν για να γλιτώσει ο κοσμάκης. Ήταν όλοι στο κατάστρωμα, κοίταζαν, σχολίαζαν και κάποιοι τραβούσαν φωτογραφίες. Σύμμαχοι σου λέει ο άλλος, σκατά. Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί, ίδια φάρα. Πάντα μάς κάνουν τους φίλους και μετά μας πουλάνε.
»Κατάφερε η δόλια η μουγκή να με αφήσει σε μια οικογένεια που είχε προλάβει να μπει σε μια βάρκα. Έκλαιγα που όσο η βάρκα ξεμάκραινε από το μόλο και χανόταν από τη ματιά μου, εκείνη η σιωπηλή γυναίκα με τα νοήματα.»Τυφλωμένη από την ώχρα της φωτιάς και το γκρίζο της στάχτης, άκουγα τον κουρνιαχτό να ξεμακραίνει. Έκλεισα τα μάτια με τα χέρια να τα προστατέψω από τις δίνες της σκόνης με τ’ αποκαΐδια. Νόμιζα, πως ακόμα κι όλη ετούτη η σκόνη της προβλήτας να είχε εξεγερθεί εναντίον μας για να σβήσει τη ζωή μας από το παρελθόν στη Σμύρνη και να ανοίξει νέες ελπίδες στην αληθινή πατρίδα μας, την Ελλάδα.
Ούτε θυμάμαι κάτι άλλο. Παιδάκι μικρό, κουρασμένο, φοβισμένο, πεινασμένο, έπεσα σε λήθαργο.
«Ξύπνησα στη Χίο. Εκείνη η καλή οικογένεια με κράτησε κοντά της. Όταν ρώτησαν το όνομα μου, τους είπα ψέματα πως με λένε Σμύρνη.
Θυμάμαι στο σπίτι, πως φωνάζανε Αλκυόνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου