Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019

ΗΧΩ 
της Άρτας, 

συνέντευξη μου στον Ελπιδοφόρο Ιντζέπελη. 


Με βαφτίσανε Δημήτρη, με επώνυμο, Βαρβαρήγο. Η ιστορία μου ξεκινάει κάτω από την Ακρόπολη, στο Θησείο, με βαθιά καταγωγή τη Φλωρεντία. Παππούδες πλούσιοι με τη μισή Αθήνα δική τους. Με τον πόλεμο τα χάνουνε όλα. Πατέρας και μάνα ξεκινάνε μέσα στην ανέχεια και την ορφάνια από το μηδέν να στήσουν από την αρχή τα όνειρά τους.
Μεγάλωσα φτωχικά, σε μια Αθήνα όμορφη και ρομαντική που δεν είχε καμία σχέση με αυτήν που κακομεταχειριζόμαστε σήμερα ανελλιπώς. Μεγάλωνα φτωχικά, αλλά χωρίς να μου λείπει τίποτα. Μοναχογιός, γαλουχήθηκα ως έκφραση με την άνεση μιας αρχοντικής συμπεριφοράς. 



Γεννήθηκα στην Αθήνα του 51, αλλά μόλις που πλησιάζω τα 42 μου χρόνια γιατί μόλις πριν από 42 χρόνια αφοσιώθηκα στο γράψιμο και άλλαξα ζωή. Έτσι αθόρυβα ως είθισται να συμβαίνουν τα όμορφα πράγματα, ακολούθησα τη λογοτεχνία, γράφοντας μυθιστορήματα - θεατρικά έργα κι ενίοτε ποιήματα.
Τα όμορφα πράγματα συμβαίνουν αθόρυβα. Μεγάλωνα κι ένιωθα να με τραβούν οι τέχνες. Το αλλιώτικο και διαφορετικό άρχισε να φουντώνει μέσα μου όταν μπήκα στην εφηβεία. Πνίγηκα όταν μου αποκαλύφθηκε η ζωή, βρέθηκα σε έναν διαμορφωμένο κόσμο που έπρεπε κι εγώ να ακολουθήσω όλες τις επιρροές του: την εθνικότητα, την κοινωνική τάξη, τα γένη, τις παραδόσεις, τα ήθη , τα έθιμα, τις αντιλήψεις, τη γλώσσα, τη μόρφωση, τη τέχνη, τους κανόνες ηθικής, την προπαγάνδα, τις οικονομικές πιέσεις, τη τροφή που τρώμε, το κλίμα που ζούμε, την οικογένεια μας, τους φίλους, τις εμπειρίες μας και κάθε άλλη επιρροή που μπορούμε να σκεφτούμε. Άρα οι αντιδράσεις μου θα έπρεπε να είναι διαμορφωμένες μέσα σε αυτά τα όρια και δεν το άντεχα. Αισθανόμουνα δέσμιος ενός συστήματος που μου στερούσε την ελευθερία. Ήθελα να είμαι κοινωνικός, να είμαι τίμιος και πιστός αλλά όχι με το κόστος της υποτέλειας.


Ο άνθρωπος είναι αληθινά ελεύθερος όταν βρίσκεται έξω από αυτή την διαμορφωμένη ασφάλεια που του παρέχουν, όταν δεν αποδέχεται τη βεβαιότητα και την περιχαρακωμένη επιτυχία μέσα από ένα σύστημα.
Έξω από αυτά υπάρχει η ελευθερία. Κι όταν τη βρίσκεις όλα είναι πάντοτε καινούρια. Έτσι ξέσπασα στην καημένη τη λογοτεχνία καθώς η συγγραφή βιβλίων είναι έτσι κι αλλιώς μια ψυχική υπόθεση. Είναι ένα είδος εξορκισμού που θέλει να κατευνάσει τους προσωπικούς δαίμονες μας. Είναι η ελεύθερη έκφραση ενός εσωτερικού κόσμου. Για μένα είναι ένα κομμάτι ως ποσοστό ανάλογο της προσωπικής ελευθερίας μου, μακριά από τις πρακτικές των προκαταλήψεων, προλήψεων και συντηρητισμού.



Αμέσως συμμορφώθηκαν οι ακραίες απόψεις μου .Μειώθηκαν οι επιθυμίες μου, άνοιξε το μυαλό μου, γνώρισε η ψυχή μου μια άλλου είδους πληρότητα.
Απέκτησε μια άλλη υπόσταση περισσότερο αληθινή. Μου χάρισε την ικανότητα να βλέπω το σημαντικό και στο πιο ασήμαντο Έγινε για μένα στάση ζωής, έγινε μέσα μου τόπος δύναμης. 
Νομίζω δεν θα ζούσα σοβαρά αν δεν έγραφα.
Είχα αρχίσει το γράψιμο πολύ πιο μπροστά από την εμφάνιση του πρώτου μου βιβλίου γράφοντας θεατρικά. Ο λόγος που δεν τα εξέδιδα ήταν πως δεν ένιωθα την αυτοπεποίθηση που χρειάζεται η δημοσιοποίηση και η έκθεση σκέψεων και απόψεων στο πλατύ αναγνωστικό κοινό. Εφησύχαζα με την άποψη, της ars gratia artis {τέχνη για τη τέχνη}. Νόμιζα πως έγραφα για μένα, να γεμίζω τη ψυχή μου και τίποτα άλλο, μου αρκούσε αυτό, νόμιζα. Αργότερα αυτός ο εστετισμός αναθεωρήθηκε και η συνέχεια του είναι στα 24 βιβλία που κυκλοφόρησαν και οκτώ θεατρικά έργα. Έργα ζωής η «Υπατία» που παρουσιάστηκε στη Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και οι «Λιπεσάνορες», που με επιτυχία ανέβηκε 2016-2017, θεατρική παράσταση στο θέατρο Βαφείο. Και τα δύο βιβλία είναι από τις εκδόσεις Ν.Σ. Μπατσιούλα.

Ευτυχώς δεν έπεσα έξω στην απόφαση μου να εκδοθώ, με δέχτηκε θετικά το αναγνωστικό κοινό, κάτι που με χαροποιεί ιδιαίτερα και μου δίνει το κουράγιο να συνεχίζω.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ
Να γιατί γράφω, λοιπόν;

• Γιατί είμαι κι εγώ ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους που αγωνιούν για το παρόν και το μέλλον κι εκφράζουν τις απόψεις και τις ανησυχίες τους μέσα από την τέχνη.
• Γιατί μου δίνει την ευκαιρία τις στιγμές του γραψίματος να κοιτάζω βαθιά μέσα μου!
• Γιατί με βγάζει από τη ρουτίνα μιας καθημερινότητας που θέλει σάρκα και αίμα για να τραφεί!
• Γιατί μου διώχνει την αυταρέσκεια και τη ματαιοδοξία καθώς όσα εγώ δημιουργώ, δεν τα κρατώ για μένα μόνο αλλά τα μοιράζομαι χωρίς ενδοιασμούς και υποκρισίες με τους Άλλους. Τους αναγνώστες! 
• Γιατί δεν μπορώ να γίνομαι ελκυστικός για τους άλλους προσφέροντας μόνο όσα τους ικανοποιούν! 
• Γιατί ίσως να πω μερικές λέξεις και για εκείνους που δεν μπορούν να μιλήσουν!
• Γιατί το να γράφεις είναι τόλμη, καθώς εκτίθεσαι δίνοντας τροφή σε κρίσεις κι επικρίσεις. Αδιαφορώ και για τις δύο!
• Γιατί έχω το θάρρος κι αναλαμβάνω το ρίσκο να πίσω τον αναγνώστη, πως εκεί που τον οδηγεί η φαντασία μου και η πλοκή είναι τα σωστά!
• Γιατί είναι ένας χρόνιος συμβιβασμός, μια απόλυτη συμμετοχή του πνεύματος στη τέχνη του λόγου!
• Γιατί σιχαίνομαι την πολιτική!




• Υπάρχουν πολλά γιατί, αλλά σταματάω εδώ γιατί ίσως ν’ αποδειχθούν ενοχικά και κάτι τέτοιο, ειλικρινά, δεν ισχύει. Αλλά τελικά, αν όλα αυτά τα "γιατί" είναι αμάρτημα, το κάνω γιατί μου αρέσει η αμαρτία.





Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019


ΛΙΠΕΣΑΝΟΡΕΣ
τα χρόνια του φιδιού



Τα μοιραία λάθη της ζωής δεν οφείλονται μόνο σε παραλογισμούς γιατί μια παράλογη στιγμή μπορεί να είναι η ωραιότερη στιγμή της ζωής μας, 

Όταν διάβασα τη λέξη Λιπεσάνορες, ένιωσα να τρώω ένα δυνατό χαστούκι… πνίγηκα στη φαντασία και η έμπνευση παρουσιάστηκε ατόφια μέσα στο μυαλό μου 


Ήταν… Μια ασυγκράτητη στιγμή, όπως συμβαίνει με τον έρωτα, σατανική θα έλεγα, επιθυμία παράλογη χωρίς χρόνο, δίχως ύλη, μου άνοιγε μια πόρτα να φύγω μακριά από το σήμερα, σε ένα βαθύτερο εαυτό που αποτελούσε τμήμα της συγγραφικής μου ανάγκης, παρ’ όλο που μια φωνή αντίδρασης μου φώναζε: 

Καλά ρε Βαρβαρήγο δεν βρίσκεις μια πιο εύκολη ιστοριούλα πάθους που είναι και της μόδας … που πας να μπλέξεις πάλι με τόσες γυναίκες… πως θα τα βγάλεις πέρα… θα χαθείς από τον κόσμο, όπως και με την Υπατία… 5 χρόνια 

Ε, μπλέχτηκα, είπαμε σατανική η στιγμή… 


Λοιπόν Λιπεσάνορες σημαίνει οι γυναίκες που εγκαταλείπουν τους άντρες και είναι η ιστορία τους πολύ γνωστή. 

Είναι το έπος της Ιλιάδας αλλά γραμμένο όχι για τους ήρωες όπως συνήθως έχουν κατά κόρων γραφτεί βιβλία και αναλύσεις, αλλά για εκείνες τις γυναίκες που στάθηκαν πλάι σε αυτούς άνδρες. 


Η παροιμία είναι ξεκάθαρη πίσω από έναν μεγάλο άνδρα υπάρχει μια σπουδαία γυναίκα. 

Αυτό μου αρκούσε ως έρεισμα να ξεκινήσω το γράψιμο. Το οποίο ούτε λίγο ούτε πολύ κράτησε 5 χρόνια. Πλούσια η βιβλιογραφία χάθηκα μέσα της, βρήκα γεγονότα και πτυχές ιστορικές που σπάνια αναφέρονται και δύσκολα βρίσκονται στη βιβλιογραφία. 


Ήταν μια ευκαιρία να μιλήσω για εκείνες τις σημαντικές μορφές που η ζωή τους έγινε θρύλος; Που ακόμη και κάτω απ’ τη σκιά των αντρών τους έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ανθρώπινης ιστορίας. 

Έγιναν δρόμοι ζεστοί που θα ακολουθούνται για πάντα από τις επόμενες γενιές. 



Ήταν ένας δρόμος που ακολούθησα μέσα από τις λέξεις καθώς οι έννοιές των ιστορικών γεγονότων γίνονται σύμβολα στους αιώνες και μας δείχνουν τους δρόμους του μέλλοντος. Κι εγώ συμφωνώ απολύ τως με αυτή την ορθή εκδοχή, γιατί μόνο όταν ένας λαός θυμάται την ιστορία του βαδίζει προς το μέλλον σίγουρος και δυνατός. 


Αυτή η σκέψη μου χάριζε την ελευθερία να λειτουργήσει η φαντασία μου. Να μπει σε δρόμους χαραγμένους και να δημιουργήσω από μια προαιώνια πηγή ακριβή στο χώρο και το χρόνο που είναι η Ιλιάδα, ένα δικό μου κείμενο αφιερωμένο όμως μόνο στις γυναίκες που έζησαν εκείνη τη φρικτή σύρραξη. 

Όπως οι πρόγονοι μας, οι αρχαίοι Έλληνες, πίστευαν ακράδαντα ότι ο Τρωικός πόλεμος ήταν πραγματικό γεγονός, το ίδιο είμαι κι εγώ πεπεισμένος με την άποψη τους. 

Αυτή ήταν και η αφορμή να ασχοληθώ με ένα τόσο γνωστό θέμα, αλλά με μια διαφορετικότητα απ’ τη συνηθισμένη ιστορική καταγραφή της Ιλιάδας του Ομήρου. 


Η ιδέα της σύλληψης να γράψω για 15 γυναίκες που ζήσανε τα δεινά ενός δεκαετούς πολέμου, ήταν για μένα ένα προσωπικό στοίχημα να καταφέρω αρχικά να τις γνωρίσω για να εισχωρήσω στον διαφορετικό προσωπικό και ψυχικό κόσμο τους, καθώς όσο κρατούσε το γράψιμο με έθετε ενώπιον της πάλης μεταξύ των δύο φύλλων όσο και στις ψυχικές και πνευματικές αντιθέσεις τους. 

Όσο έμπαινα βαθύτερα στη ψυχολογία αυτών των ηρωίδων τόσο γινόταν η αναφορά μου ένας φόρος τιμής γι’ αυτές, που σιωπηρά ακολουθούσαν μια ειμαρμένη προδιαγεγραμμένη από τους άντρες. 


Με ρομαντική διάθεση αναμείχθηκα συγγραφικά στην κλασική ελληνική ομορφιά ενός σπουδαίου έπους με αρχέγονες ρίζες, που αιώνες τώρα αναγεννιέται στην πατροπαράδοτη συνείδησή μας ως αναμνήσεις άλλων διαστάσεων, κουβαλώντας τη ψυχική υπόσταση των θρύλων του μακρινού, μα πάντα ζωντανού παρελθόντος μας. 


Κατά την πενταετή διάρκεια συγγραφής αυτού του πλούσιου ιστορικά αλλά εξ’ ίσου φανταστικού ταξιδιού κατάφερα να βρεθώ πλάι στη ζωή γυναικών βιώνοντας μέσα απ’ τις αισθήσεις τους, την τραγικότητα του παράλογου πολέμου. 

Οι αφηγήσεις εμφάνισαν γεγονότα που σχετίζονταν απόλυτα με τις ζωές τους και καθόρισαν τις πορείες τους, καθώς τα έζησαν κάτω απ’ τη σάρκα τους, και κύλησαν στο αίμα τους σαν ανάγκη να τα μεταδώσουν στις επόμενες γενιές. 

Τις συνάντησα ως Άυλες Σκιές στην αιωνιότητα. Εμφανίστηκαν μέσα απ’ τις ρωγμές του τρισκότεινου Άδη, και μου αφηγήθηκαν τις περιπέτειες τους με διαφορετικό προσωπικό ύφος η κάθε μία φανερώνοντας τα δεινά και τις συμφορές τους, τις ψυχικές αντοχές τους, τις εσωτερικές συγκρούσεις τους, τα παθήματα και προσωπικά πάθη τους. 


Πως ένιωσαν τη χαρά, τη λύπη, τον έρωτα, την αγάπη, τη συμβίωση, τη μητρότητα, την αντρική επιβουλή, τον πόλεμο, την προδοσία, τη σκλαβιά, το θάνατο. 

Μου μίλησαν για τους άντρες, τούς ήρωες, τη τόλμη, τη φιλία, την αξία των ιδανικών, τη γενναιότητα ν’ αγωνίζεται κανείς για την πατρίδα του ως το τέλος. 

Αφηγήθηκαν τον ηρωισμό της καθημερινής ζωής, την αξία της καρτερίας, τη νοσταλγία της ειρήνης, τις ευθύνες του ανθρώπου για τις πράξεις του, για τους υπερασπιστές του δικαίου. 


Δεν ξέρω να πω, πόσο μύθος, πόσο αντίθετος με τη σημερινή πραγματικότητα μπορεί να είναι ετούτος ο πόλεμος που ο απόηχος του θα συνεχίσει πάντα να σαγηνεύει τις σκέψεις μας. 

Όμως το σίγουρο είναι πως κρύβει τις ίδιες αλήθειες από αυτές που όλοι γνωρίζουμε και μας κυβερνάνε. 

Μίσος, συμφορά, πόνο, οδύνη, κακουχίες, δυστυχία, αφανισμός και μέσα απ’ όλα αυτά τα δεινά να ζωντανεύουν ιστορίες αγάπης και αυτοθυσίας. 

Εν ολίγης αυτό είναι το βιβλίο μοιάζει να έχει ένα θέμα τετριμμένο αλλά δεν είναι έτσι οι 15 αφηγηματικοί μονόλογοι είναι διαφορετικοί και μέσα από τον κάθε περνούν σε σειρά όλα τα γεγονότα του πολέμου φτάνοντας στον επίλογος της Εκάβης να ολοκληρωθεί το έπος. 











Υπατία 
Δημήτρης Βαρβαρήγος 
εκδόσεις νσ Μπατσιούλας


Όταν έγραφα για τη συγκλονιστική ιστορία της Υπατίας, δεν φανταζόμουνα τι θα επακολουθούσε στο δικό μου ψυχικό κόσμο.

Έξι ολόκληρα χρόνια κράτησε η συγγραφή μέχρι να ολοκληρωθεί αυτό το έργο το οποίο θεωρώ πολύ σημαντικό ως συγγραφέας του.

Υπήρξαν στιγμές που ζωντάνευε μέσα μου το πνεύμα της. Με κυρίευε η προσωπικότητα της και μέσω των γνώσεων της οδηγούσε το χέρι μου να γεμίζει τις σελίδες με τη δράση της.

Όπως τότε που υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες γυναικείες μορφές και δίδασκε όπου μπορούσε στο πανεπιστήμιο, στη βιβλιοθήκη, στους δρόμους μαθηματικά, αστρονομία και πλατωνική φιλοσοφία, δίδαξε και σε μένα τον αρχαίο ελληνικό ιδεαλισμό με τις αμέτρητες Αρετές του.

Υπήρξαν φορές που η παρουσία της από άυλο πνεύμα, έπαιρνε σάρκα κι οστά και νύχτες ολόκληρες ψιθυρίζαμε για τη ζωή της, φιλοσοφούσαμε με μια μεταφυσική αίσθηση που πλούτιζε το συναισθηματικό μου κόσμο και μεγάλωνε ανάμεσα μας ένα είδος άρρηκτης σχέσης σαν αυτό που οι άνθρωποι μεταξύ μας ονομάζουμε, πίστη.


Ήταν δύσκολο το εγχείρημα, αλλά όσο περισσότερο συνυπήρχαμε τόσο πιο πολύ μου έδινε δύναμη να συνεχίσω και να τελειώσω το βιβλίο. Μιλούσαμε για τις σχέσεις των ανθρώπων, για τις πράξεις τους, για τη δογματική θρησκευτικότητα τους και τη τυφλή υποταγή ορισμένων σε αυτή τη ιδιοτέλεια που την αισθάνονται ως πίστη ορθή.

Μέρα τη μέρα το δέσιμο μου μαζί της γινόταν όλο και πιο δυνατό, όλο και πιο βαθύ. Γι αυτό τώρα νιώθω πολύ οικεία στην αναφορά του ονόματος της και με κάνει να αισθάνομαι ακόμη περισσότερο, πως αυτό το βιβλίο είναι για μένα ένα αληθινό έργο ζωής.

Μέχρι που φτάνει η στιγμή το ταξίδι στο παρελθόν να τελειώσει με το θάνατο της.

Και εκδίδεται το βιβλίο κι επανεκδίδεται επτά φορές σε δύο χρόνια και ταξιδεύει στα μυαλά των ανθρώπων, μέχρι εκείνη, η Υπατία, να βρεθεί πάλι στα μέρη που έζησε και έδρασε, στην πόλη του δικού μας Αλέξανδρου, την μετέπειτα δική της πόλη κι αργότερα του δικού μας πάλι Καβάφη, την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. 


Καλεσμένο από το ίδρυμα ελληνικού πολιτισμού, το βιβλίο παρουσιάστηκε μέσα στην Αλεξανδρινή βιβλιοθήκη, στο ναό του παγκόσμιου πνεύματος, μέσα στον ίδιο χώρο ζωντάνεψε πάλι η οντότητα της που πριν 16 αιώνες δίδασκε σκορπώντας με τις γνώσεις της το φως.

Τώρα το τι είναι για μένα η Υπατία, σας εκμυστηρεύομαι με σιγουριά πως είναι ένα υπαρκτό κομμάτι της ζωής μου καθώς όπως γράφτηκε στον τύπο, συμπληρώνει ένα κενό όσον αφορά την ιστορία, στην Ελληνική λογοτεχνία.

Γι αυτό το λόγο, δεν μπορώ να τη δέχομαι πλέον σαν μια απόμακρη γυναίκα σαν μια απλή ηρωίδα κάποιου βιβλίου μου, αλλά σαν ένα κοντινά υπαρκτό, αγαπημένο μου πρόσωπο.

Λιπεσάνορες
Τα χρόνια του φιδιού



Πέντε χρόνια μαζί τους όταν τις έγραφα και ήδη πέρασαν πέντε κυκλοφορίας του βιβλίου.

Ο καθένας μας έχει μια ιστορία να διηγηθεί… έχει μνήμες από τα παιδικά του χρόνια, εμπειρίες από το πέρασμα του στη ζωή με όλα όσα προσφέρει, γνώσεις, βιώματα, επιτυχίες, αποτυχίες, έρωτες αγάπες και ελλείψεις… μια από τις δικές μου εμπειρίες η πιο σοβαρή ήταν όταν βρέθηκαν μπλεγμένος μέσα σε έναν πόλεμο που όταν μπλέχτηκα δεν μπορούσα να ξεφύγω… αν την κοπανούσα, θα με κατηγορούσαν για λιποτάκτη, έτσι έμεινα μέσα στον όλεθρο να ζήσω τη συμφορές του πολέμου. 



Πέντε χρόνια έζησα εκείνες τις μάχες, γνώρισα τους πιο τρανούς ήρωες ΄, έκλαψα, πλάνταξα στο χαμό τους… Γνώρισα και τις πιο σπουδαίες γυναίκες που βίωσαν όλο αυτό το τρόμο στο πετσί τους. Γνωρίστηκα καλά μαζί τους… μου έδειξαν εμπιστοσύνη και μου άνοιξαν τις καρδιές τους… τις συμπάθησα όλες, πονεμένες ψυχές είχαν με όσα βίωναν, έχαναν παιδιά, άντρες αδέλφια και πατεράδες… μένανε μόνες να αντέξουν τη σκλαβιά και την επιβουλή των εχθρών τους… κάποιες κατάφεραν να γλιτώσουν πεθαίνοντας, κάποιες άλλες άτυχες ζήσανε τη σκλαβιά υπηρετώντας το μίσος… που είχαν μέσα τους για τους δεσμώτες τους.
Τα έβλεπα όλα αυτά, έπασχα αλλά δεν μπορούσα να βοηθήσω… μια φορά που πήγα να τα βάλω με τον Αχιλλέα, μου χάλασε ο εκτυπωτής… άλλη μια φορά που έβρισα τον Αγαμέμνονα για τον εγωισμό του, με έπιασε ίλιγγος.



Μόνο με τις γυναίκες κατάφερνα να συνδιαλέγομαι και να μαθαίνω τα πάντα, με όσα γίνονταν στα ιδιαίτερα δωμάτια των ψυχών τους.
Τις αγάπησα όλες και συμπορεύτηκα αυτά τα πέντε χρόνια σε κάθε τους ευτυχία δυστυχία ή πάθημα. Τις υποστήριξα σε μεγάλο βαθμό τόσο που οι άντρες με κατηγόρησαν ότι με σέρνουν από τις εσθήτες τους… γέλασα… ρε τους φώναξα… τι πάει να πει είναι γυναίκες… άνθρωποι είναι και μάλιστα με μεγάλη αξία… μας γεννούν, μας φροντίζουν, μας μαθαίνουν, μας ερωτεύονται, μας παντρεύονται, μας κάνουν παιδιά, μας κλαίνε όταν πεθαίνουμε, φροντίζουν τη γη που μας σκεπάζει μέχρι που μας ακολουθούν στο χώμα…
Οι άντρες επαναστάτησαν με όσα τους είπα… Α, εσύ δεν πας καλά μου φωνάξανε… αφήστε τον αυτόν να κρύβεται κάτω από τα ρούχα τους και πάμε εμείς να συνεχίσουμε τις αμάχες μας.
Κι εκείνες δάκρυζαν που ήξεραν ότι ήταν η τελευταία φορά που τους έβλεπαν
Κάπως έτσι ενστερνίστηκαν τον τίτλο όπως τις αποκάλεσε ο παππούς τους, ο Όμηρος, με μια όμορφη λέξη που για τις γυναίκες που θα λείπουν στους άντρες… για τις γυναίκες που εγκαταλείπουν τους άντρες κι ας είναι παρούσες στις ζωές τους… 
Λιπεσάνορες. 


Κυριακή 25 Αυγούστου 2019

ΜΑΡΙΚΑ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ...


Οι κολασμένοι έρωτες, όμως, δεν έχουν κανόνες... και αυτό το γνώριζαν καλά και οι δύο.
Τα όργια, τις απάτες, την έλλειψη ιδανικού, τη μικροχαρά της στιγμής, την απόλαυση κάθε αισθήσεως, την άμεσο εκτέλεση κάθε επιθυμίας. Το ψέμα, την κωμωδία, την προσποίηση, που τσαλαπατά αρχές και χρέη. Και ένα θεό λατρεύει, την απόλαυση της στιγμής».

Ασταθή τα ανθρώπινα
δημήτρης βαρβαρήγος
περιοδικό Περί ου


Τι ωραία που ακούγεται η βροχή. Από παιδί, πάντα μου άρεσε…Περίεργο, όταν βρέχει σταματάει το μυαλό μου και βρίσκω ηρεμία. Είναι θεραπευτικό να μη σκέπτεσαι συνέχεια, αλλά στον μεγάλο άνθρωπο αυτό δεν πετυχαίνει, γιατί οι μνήμες είναι η τροφή του. Με αυτές ζει και πορεύεται στα γηρατειά του.
Όταν είσαι παιδί, όλα σου φαίνονται ωραία, γιατί δε γνωρίζεις την πραγματικότητα. Τα χρόνια περνούν και ξάφνου έχεις μεγαλώσει. Είναι η στιγμή που το σκηνικό καταρρέει και ορθώνονται χιλιάδες ερωτήματα. Γιατί ετούτο; Γιατί το άλλο; Κι όλα αρχίζουν από την αρχή, σαν να γεννήθηκες μεγάλος μέσα στην κούραση και την αηδία που φέρνουν οι χωρίς αξιοπρέπεια πράξεις.
Τι πικρή αποκάλυψη να νιώθεις ένοχος, εχθρός του κόσμου σου, της σκέψης σου, της διάνοιάς σου, όταν αναγνωρίζεις το παράλογο που σε κυκλώνει! Και τι παράδοξο, όλα ετούτα να τα συνηθίζεις -όλα εκτός απ’ το θάνατο.
Κοίτα τώρα τι παράξενο μου συμβαίνει. Φτάνει η στιγμή, μετά από χρόνια, που μετανιώνεις για όσα δεν είπες και δεν έκανες. Κι όταν τα αναφέρεις, δεν έχουνε πλέον καμία βαρύτητα, είναι σαν ξεθυμασμένη κολόνια. Μα τι αναρωτιέμαι τώρα; Από τη στιγμή που ένιωσα ότι μεγάλωσα, σταμάτησα να κάνω όνειρα.
Μα, θα μου πεις, υπάρχει άνθρωπος χωρίς όνειρα; Χωρίς ελπίδες; Χωρίς αναζητήσεις; Όχι, δεν υπάρχει! Δε θα ήταν άλλωστε ανθρώπινη μια τέτοια συμπεριφορά. Δε θα ήταν ο άνθρωπος ευάλωτος κι ευαίσθητος, αλλά σκληρός και άκαμπτος, αν δεν περίμενε κάτι να του προσφέρει η ζωή. Αλλά κι αν ποτέ ξεγελαστεί, μπερδευτεί και σου πραγματοποιήσει μια μεγάλη επιθυμία, έρχεται ξαφνικά μια θύελλα να σου στερήσει τη χαρά.
Έτσι είναι η ζωή, από τη μια σου χαρίζεται κι από την άλλη σου δίνει ένα σκαμπίλι και σου παίρνει πίσω ό,τι σου χάρισε. Γι’ αυτό δεν κάνω πλέον όνειρα. Όχι, δε φοβάμαι, απλώς αδιαφορώ! Εκπαιδεύτηκα από την ίδια τη ζωή να τη δέχομαι όπως θέλει να εμφανίζεται: πότε στείρα και πότε απλόχερη. Αφού γνωρίζουμε πως τίποτα δε χαρίζεται ολόψυχα. Τίποτα! Ούτε καν αυτό που αναφέρεται ως μεγάλος έρωτας ή αθάνατη αγάπη.
Και τι υπάρχει αιώνια; Ό,τι μένει αθάνατο είναι μόνο στα χαρτιά. Μια μεγάλη αγάπη ζει αιώνια, γιατί είναι γραμμένη σ’ ένα μυθιστόρημα. Στη ζωή ανελλιπώς παρέρχεται!
Όμως, από την άλλη της πλευρά η ζωή είναι μια επανάσταση, γι’ αυτό την άντεξα. Γιατί κάθε μέρα κάτι νέο φέρνει, που πρέπει ν’ ακολουθήσεις ή να εναντιωθείς. Πως γίνεται στα πιο συγκεκριμένα λόγια μέσα να βρίσκεις το αόριστο; Και πως μέσα από το αόριστο να βρίσκεις το συγκεκριμένο;

περιοδικό "Περί ου"
http://www.periou.gr/%ce%b4%ce%b7%ce%bc%ce%ae%cf%84%cf%81%…/

BOOKPRESS
10 ΧΡΟΝΙΑ ΒΙΒΛΙΑ



Πεζογράφοι και ποιητές εύχονται στην Book Press με ένα διήγημα ή ένα ποίημα γραμμένο ειδικά για τους αναγνώστες μας. Μια λέξη τα ενώνει: «δέκα». Σήμερα, ο Δημήτρης Βαρβαρήγος.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός


Έχω να σου πω

Γράφω στο χαρτί με μελάνι τρεμάμενο, με την αίσθηση του χάνομαι μέσα στην ομορφιά της αφής, ακούγοντας σαν ψίθυρο αιμοβόρο την πένα να γδέρνει το χαρτί και το μελάνι κόκκινο αίμα γράφει τα λόγια εκείνα που μπορούν να δώσουν την αλήθεια της ύπαρξης.

Γράφω στο χαρτί προσμένοντας, ποια επίπονη νοσταλγία μπορεί να γίνει παρόν, μα όλες οι λέξεις, κι όλα τα λόγια δραπετεύουν στο ίσως μιας αναμονής.

Στους τελευταίους απόηχους της νύχτας, οι σκέψεις απομείνανε μόνες, μόνες απομείνανε οι σκέψεις αφημένες στη νοσταλγία της μνήμης. Ήταν οι στιγμές που οι μύχιες σκέψεις γίνονταν αληθινές σε μια αίσθηση του χάνομαι μέσα στην ομορφιά του αγγίγματος, βραχνές οι ανάσες ξέσπασαν, ξέσπασαν μαζί με μικρά βιαστικά βογκητά ν’ απλωθούν, σε παλιούς καναπέδες, αδέξια.

Τα μέλη πάλι παραδόθηκαν στη χαύνα σαγήνη, ο μυστικός χρόνος σύμμαχος των ανέμελων στιγμών αναπλάθει παρελθούσα ψαύση, παρελθούσες αισθήσεις ανάμεσα σε απροσδιόριστες και συγκεκριμένες λέξεις να συνωμοτούν με τα θέλω, τα πρέπει, τα ναι και τα μη.

Κομψός συνωμότης το γέλιο, κοσμεί τους αδέξιους στοχασμούς να ποζάρουν όμοιοι λυγμοί στην απόλαυση της μνήμης.

Τα μάτια σκώπτουν τ’ αφημένα ψεγάδια του εφήμερου, τα βλέμματα καίγονται στις απρονόητες αναμονές και μόνο φωνάζουν: ποθώ, επιθυμώ, λαχταρώ…

Ψάχνουν οι ανάγκες αφορμή να αρπαχτούν τα σώματα, σ’ ένα μακέλωμα κυνικό, όπως δεν έχουν άλλη φορά νιώσει οι ψυχές.

Οι μέρες που ακολούθησαν χαθήκαν στη σιωπή. Όχι όμως και η μοναδικότητα της ένθερμης προσηλωμένης σκέψης στο ποθητό υποκείμενο επιρροής που την προκαλούσε.

Είναι φορές που η σιωπή μιλάει πιο πολύ, κρύβει μια ανεξήγητη κι ανεμπόδιστη δύναμη να τονώνει την ανάγκη για κατάκτηση πέρα από τις φαντασιώσεις.

Φέρνει στο προσκήνιο τον μοναδικό δρόμο, που μόνο αυτός, οδηγεί στην αρχέγονη εμπειρία του έρωτα, εκεί που πάντα ξεπέτιουνται καινούριοι κόσμοι με όνειρα κι ελπίδες πρωτόγνωρες.


Μα πώς να ζήσουν δέκα χρόνια μέσα σε μερικές σελίδες… Ένα παραμύθι σε μια καθημερινότητα γεμάτη συμβάσεις, όσο αν και οι δύο τους σαν από μυστική παρόρμηση απαιτούσανε να γίνουνε οι πρωταγωνιστές του.

Εκεί βαθιά που εδράζεται ανεξάντλητη η αστείρευτη πηγή της εύρωστης σκέψης και φτάνει μέχρι τον παραλογισμό μιας υπερεκτίμησης ως και να θεοποιεί ακόμη, το πρόσωπο που την προκαλεί.

Ο δρόμος που ανοιγόταν μπροστά έδειχνε μαγικός, παραμυθένιος.

Μα πώς να ζήσουν δέκα χρόνια μέσα σε μερικές σελίδες… Ένα παραμύθι σε μια καθημερινότητα γεμάτη συμβάσεις, όσο αν και οι δύο τους σαν από μυστική παρόρμηση απαιτούσανε να γίνουνε οι πρωταγωνιστές του.

Ήταν η αρχή, το ξεκίνημα και δεν προβάλανε καμία λογική σκέψη για το αποτέλεσμα, δεν ξέρανε καλά – καλά αν θέλανε να ζήσουμε απαιτώντας ο ένας τη ζωή του άλλου.

Άλλωστε στο ξεκίνημα του έρωτα χάνεται ο προσανατολισμός, λείπουν τα εξωτερικά στοιχεία αναφοράς. Τίποτα από τα συνήθη που μας περικύκλωναν προβλήματα δεν θέλανε να φωτιστούν.

Μέσα του, δεν υπάρχουν δρόμοι σε ευθεία γραμμή, δεν υπάρχουν κριτήρια λογικής, ξεστρατίζεις δίχως δεύτερη σκέψη και ενδοιασμό. Αυτός οδηγεί σε μια άλλη πραγματικότητα, με νέους στόχους και αναζητήσεις, όπου τα πάντα ερμηνεύονται μέσα από τις επιθυμίες κι όχι από τη λογική.

Μέσα σε αυτή τη λοξοδρόμηση εδραιώνονται τα σώματα, βολεμένα μέσα στην ανησυχία που προκαλεί η ιδιαιτερότητα του.

Στο πρώτο φίλημα, οι δρόμοι τις νύχτες, αγκαλιάζουν μνήμες βουρκωμένες και βήματα πλάι σε γέρικα δέντρα, σε χαμηλά φώτα μαγαζιών μιας κάλπικης στιγμής ευδαιμονία. Ένα σκυλί κουρνιάζει στη γωνία. Σε βρώμικη κουβέρτα τυλιγμένος ο κλοσάρ. Το πρεζάκι όμοιος κλόουν ενός παράλογου κόσμου γέρνει μέσα στην αστάθεια του να σωριαστεί, μα τη τελευταία στιγμή ισορροπεί – σαν να κοροϊδεύει το σύστημα που τον θέλει αφοπλισμένο.

Δεν θέλω να βλέπω… δεν αντέχω, πρόφερε τρέμοντας η φωνή της από πόνο κι όχι από το κρύο.

Αναρρίγησε η σάρκα. Τ’ αγιάζι σε σκουριασμένους τσίγκους, χτυπιέται, ερωτοτροπεί από ζήλια που δέθηκαν τα χέρια.
– Άφησε το χαμόγελο σου να αλλάξει τους ανθρώπους…
– Τι μου ζητάτε; Το πιο δύσκολο… Οι άνθρωποι με κάνουν να χάνω το κουράγιο μου…

Την έσφιξε επάνω στο στήθος του σπαρταρούσε αλαφροΐσκιωτη η ανάγκη της για λίγη στοργή… Να φωλιάσει έψαχνε σε βάθη απύθμενα η αφοσίωση… Και το σκοτάδι, σύντροφος τρυφερός περίβαλλε την περιπλάνηση τους. Χέρι το χέρι διάβηκαν τα βήματα, άσθμαιναν οι ανάσες, καυτές.

Στην αδράνεια της σιωπής ξοδεύτηκαν οι στιγμές, αντίδραση λαβωμένη από πόθους ανεκπλήρωτους. Ο τοίχος δίπλα τους σπάει τη μοναξιά του… Τους κοιτάζει, κρυφακούει τα ψιθυρίσματα…

Το λερό του χρώμα έμαθε τα μύχια μυστικά τους… Τα μαγεμένα κορμιά απάλυναν το σκοτάδι. Χάσανε ένα γύρω την αίσθηση του χρόνου και των πραγμάτων. Ο έρωτας αλλοίωσε κάθε πραγματικότητα. Εξαντλήσανε κάθε ψυχική λειτουργία, αιχμαλωτιστήκανε υποδειγματικά στον αρχέτυπο ναρκισσισμό της άφρονης λαχτάρας, που δεν αφήνει διαύγεια στο νου, αλλά στον πόθο που εξελίσσεται σε τρέλα.

www.dvarvarigos.gr
http://dimitrisbarbarigos.blogspot.gr/

* Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Anima mia» (εκδ. Εντύποις).
Περί ου
Η ΤΕΧΝΗ



Θηρίο ανήμερο ο άνθρωπος, ικανός για τα πιο ακραία ζητήματα, για το καλό και το κακό. Φοβερή ικανότητα στην βία, στον πόλεμο. Αλλά κι επιδέξιος θεατρίνος σαν απτός επίγειος άγγελος, ανοίγει τα φτερά του και πετάει από την επιστήμη στην τέχνη κι από καταστροφή στον αιώνιο έρωτα.
Αίνιγμα η ψυχή και ο κόσμος του υποσυνείδητου. Ανοιχτός στις άγνωστες ορέξεις της πραγματικότητας. Μόνο μέσα απ’ τους ρόλους της τέχνης, θ’ ανακαλύψει τον πραγματικό εαυτό του.
Ο ρόλος της τέχνης δεν είναι διαφορετικός από αυτόν που παίζει ο ήλιος, να διαλύει σκιές και να φανερώνει πράγματα που αποτελούν την αλήθεια του κόσμου. H τέχνη με απαράμιλλη όρεξη, με ευαισθησία και διαθεσιμότητα χαρίζεται το ίδιο απαίδευτα ως άλλος ιδανικός τρόπος ζωής.
Ο χρόνος φεύγει μόνο για μας. Αυτή, η Τέχνη, γνωρίζει να τον μετράει αλώβητη σαν γνήσιος εαυτός. Και μένει εκεί ψηλά, άθικτη κι ατόφια, να περιμένει ως άλλη ηδονή, πνεύματα ανθρώπινα να την θωπεύσουν.
Η τέχνη ενυπάρχει παντού, διεισδύει σε κάθε μυαλό, πετάει προς κάθε κατεύθυνση, από το κλασικό παρελθόν με μνήμες σκουριασμένες κι από το σύγχρονο παρόν στο ανάριο μέλλον. Ακάθεκτη οδεύει προς την άγνωστη λύση, αν υπάρχει, και ψάχνει να δώσει μορφή, ένα κάποιο ορθό αποτέλεσμα, σε χώρους και χρόνους, που κανείς μας δεν θα μπορέσει βιολογικά τουλάχιστον, να φτάσει.
Πίσω μένει η ιστορία κι αυτήν ψάχνουνε οι επόμενοι, σαν άλλοι κυνικοί, να καταλάβουμε πως η ποιότητα της ιστορίας εξαρτάται από την τέχνη και οι συνθήκες που χτίζεται ένας οργανισμός, απ’ την επίδρασή της πάλι εξαρτάται.
Ας μην ξεχνάμε. Καλή η μνήμη, η ευαισθησία, η συνείδηση. Με την τέχνη ξυπνάει το πνεύμα. Αυτή θα είναι η σύγχρονη επανάσταση. Αδιαφορία για το χρήμα, αγάπη για την τέχνη. Το πιο σημαντικό απ’ όλα ο άνθρωπος είναι. Αυτή η θεία ύπαρξη που φανερώνεται στον ατέρμονα χρόνο σαν κέρινη τρεμάμενη φλόγα, που όσο της μέλλει φέγγει σαν άστρο στην άβυσσο. Ευτυχής όποιος τη τέχνη κλείνει μέσα του και την αφήνει να γίνει ρόλος της ύπαρξής του.
Τέχνη, ασφάλεια και ανασφάλεια μαζί του ευ.
Τη μια στιγμή θαρρείς πως κάτι βρήκες, πως κάπου έφτασες κι από την άλλη ανατρέπεις, ότι με βάσανο κατάφερες ένα αποτέλεσμα.
Τέχνη, η αγάπη του άγνωστου. Ο φόβος της απογοήτευσης. Η απόκτηση αυτοπεποίθησης, Η επίπονη εμπλοκή της επιθυμίας στην περιπέτεια. Σωρός οι επιλογές, περιμένουν καρτερικά να γίνουν καρποί ακμαίοι της έκφρασης μέσα από την ανθρώπινη διάθεση.
Ουρανός και θάλασσα. Ορίζοντας χωρίς αρχαία ηλικία, χωρίς απόσταση αιώνων, απλά σαν συμφιλίωση στο τώρα ανακαλύπτει τοπία, πολιτισμούς και ημίθεους. Πολλές οι εικόνες, μια ευωδιά, σαν έρωτας, με στόμα ανοιχτό καταπίνει όσα η ζωή στο πέρασμα αφήνει.
Τέχνη, του γέλιου και του χορού. Τέχνη της υποκριτικής και των χρωμάτων φύση αληθινή. Τέχνη του λόγου, καρδιά του ποιητή, αστείρευτη αγάπη.
Τέχνη του κόσμου μαγική.

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2019

ΒΙΒΛΙΑ 

Σε ενάμισι μήνα διακοπών, μέχρι σήμερα, επέμενα Ελληνικά· κι ευχαριστήθηκα το διάβασμα από πέντε υπέροχους συγγραφείς. 


Λένα Διβάνη: Η αλήθεια είναι - Ψέματα, διπλό βιβλίο, εκδόσεις Καστανιώτη.
Κάλη Καρατζά: Άυπνος Ουρανός & Οι Άγγελοι χορεύουν στο ποτάμι, εκδόσεις Μοντέρνοι Καιροί.
Δημήτρης Αλεξίου: Πικρά κεράσια, εκδόσεις Διόπτρα.
Αναστασία Καλιοντζή: Θυμάσαι; εκδόσεις Λιβάνη.
Κωνσταντίνος Χριστομάνος: Η κερένια κούκλα, εκδόσεις Κέδρος.
Για μια ακόμη φορά το αναγνωστικό μου ένστικτό επιβεβαίωσε την πεποίθηση μου, πως έχουμε πολύ καλούς συγγραφείς που πραγματικά αξίζει να τους διαβάζουμε.
Κι έπεται η συνέχεια...
Καλές διακοπές!