Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2019

Carpe diem - Amour fou
Παρουσίαση του βιβλίου στο περιοδικό 
Staxtes 
του Στράτου Φουντούλη



Το Carpe diem είναι ένα βιβλίο φιλοσοφικών στοχασμών που εξιδανικεύει τον αυθεντικό εαυτό, την ουσιαστική ζωή, την αγνή αγάπη και τις πηγαία ανιδιοτελείς συμπεριφορές ως αντικείμενα αυτοελέγχου που ωθούν τον αναγνώστη στο να ανακαλύψει στοιχεία του ίδιου του εαυτού του και θα τον βοηθήσουν να εντρυφήσει σε θέματα αυτογνωσίας.


Στο δεύτερο μέρος της έκδοσης περιλαμβάνεται το Amour fou, έναβιβλίο που εκφράζει το μεγαλείο του έρωτα μέσα απ’ τον έρωτα. Μέσα από μια δύσβατη διαδρομή αυτογνωσίας, αναδύεται η ιερότητα της ψυχής που βιώνει την αγάπη. Σαν ψίθυρος που απλώνεται γλυκά, το βιβλίο αφήνει την αίσθηση πως συμβαίνει σε δυο κόσμους παράλληλους, τον ονειρικό και τον πραγματικό.




Άκου
από την ποιητική συλλογή 
Ευδόκιμοι Χρόνοι


Άκου
Είναι εκείνες οι στιγμές της ανάγκης που οι λέξεις δε φτάνουν τα νοήματα κι έρμαια αφήνονται στο σκοτάδι αδιαφορώντας αν η αυτοσυγκέντρωση περιορίζεται στην ανάκληση λίγης χαράς από εικόνες που γράφτηκαν στο παρελθόν.
Άκου
Είναι εκείνες οι στιγμές που τα κύτταρα προσπαθούν ν’ αχρηστεύσουν το χρόνο και να μαζέψουν στο αδιάφορο παρόν κομμάτια σώματα, ανέμελα μέλη, όπως οι μνήμες που φθίνουν υπερβαίνοντας τα σκοτεινά περάσματα του εαυτού τους και τις απόκρυφες πτυχές της ύπαρξης τους.
Άκου
Είναι εκείνες οι στιγμές που μέρα νύχτα τα λόγια λύτρωση γίνονται στις ελλείψεις. Λόγια που σηκώνουν πυρετό στον ατελείωτο πόθο των γήινων ασήμαντων πραγμάτων.
Άκου
Πως αλλιώς να εκφραστεί η έμπνευση που σαν ξημέρωμα προβάλλει να φωτίσει τα τεράστια μάτια, το απίθανο βλέμμα, την κατάλευκη σάρκα, τα χείλια που η ντροπή και ο θυμός ανασηκώνουν με αναίδεια, μιας τάχα, αχνής αμηχανίας.
Άκου
Οι σκέψεις, μαγεμένες τρεμοπαίζουν στους τοίχους από τη φλόγα ενός φοβισμένου κεριού και οι σκιές ολοκληρώνουν τη νίκη απέναντι στην αρετή της ευφράδειας. 
Άκου
Είναι η σιωπή που μεγαλώνει κάθε που βροχή νοτίζει τις εύθραυστες άμυνες κι αποδεσμεύει από το χρόνο την εκρηκτική απόγνωση της μοίρας που δεν μπορεί να χαρίσει τη νίκη αν δεν ψελλίσεις λέξεις στα όνειρα.



Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019



Μονόλογοι των δρόμων
ένορκες βεβαιώσεις ενώνουν τις πόλεις
υπόνομοι τίγκα στη βρώμα
χαρτιά ανάκατα στο τραπέζι
μισή τσίχλα αφημένη πλάι σε ατάραχες λέξεις
στον κόκκινο μανδύα ένα χάδι περιμένει η ξεχαρβαλωμένη κούκλα
ο παλιατζής πάντα την ίδια ώρα
πάντα τα ίδια λόγια
σίδερα μαζεύω
ταχυδρόμος δεν υπάρχει
ευτυχώς τίποτα δεν προσμένω
τα βιβλία στο ράφι έρημα
ανοιχτή η σακούλα με τις καραμέλες εκχέουν πίκρα
αφόρτιστο το τηλέφωνο
ανυπόφορα χειμερινά δεσμά αγκάλιασαν το μπαλκόνι
η αλόη θέλει πότισμα
άφαντες οι παντόφλες
γλιστράει το βρεγμένο μπάνιο
να προσέχεις
παγωμένη λίμνη η σκέψη
ξυλιάσαμε
κρέμασε στους ώμους το σάλι π’ αγοράσαμε
αυτό που ζέστανε γοφούς και στήθη
μοιραίος ο ερχομός του σκοταδιού
μα είναι νωρίς ακόμη να πάμε για ύπνο
εμβριθές σχέδιο η κανέλα στον αφρό του χτυπημένου με στοργή καφέ
νήδυμη απαρίθμηση ερωτικών ελιγμών οι γουλιές
να πιω;

Δημοσιεύτηκε Yesterday από τον χρήστη Δημήτρης Π. Κρανιώτης

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2019

ΤΕΧΝΗ
δοκίμιο 

Θηρίο ανήμερο ο άνθρωπος, ικανός για τα πιο ακραία ζητήματα, για το καλό και το κακό. Φοβερή ικανότητα στην βία, στον πόλεμο. Αλλά κι επιδέξιος θεατρίνος σαν απτός επίγειος άγγελος, ανοίγει τα φτερά του και πετάει από την επιστήμη στην τέχνη κι από καταστροφή στον αιώνιο έρωτα.
Αίνιγμα η ψυχή και ο κόσμος του υποσυνείδητου. Ανοιχτός στις άγνωστες ορέξεις της πραγματικότητας. Μόνο μέσα απ’ τους ρόλους της τέχνης, θ’ ανακαλύψει τον πραγματικό εαυτό του.
Ο ρόλος της τέχνης δεν είναι διαφορετικός από αυτόν που παίζει ο ήλιος, να διαλύει σκιές και να φανερώνει πράγματα που αποτελούν την αλήθεια του κόσμου. H τέχνη με απαράμιλλη όρεξη, με ευαισθησία και διαθεσιμότητα χαρίζεται το ίδιο απαίδευτα ως άλλος ιδανικός τρόπος ζωής.


Ο χρόνος φεύγει μόνο για μας. Αυτή, η Τέχνη, γνωρίζει να τον μετράει αλώβητη σαν γνήσιος εαυτός. Και μένει εκεί ψηλά, άθικτη κι ατόφια, να περιμένει ως άλλη ηδονή, πνεύματα ανθρώπινα να την θωπεύσουν.
Η τέχνη ενυπάρχει παντού, διεισδύει σε κάθε μυαλό, πετάει προς κάθε κατεύθυνση, από το κλασικό παρελθόν με μνήμες σκουριασμένες κι από το σύγχρονο παρόν στο ανάριο μέλλον. Ακάθεκτη οδεύει προς την άγνωστη λύση, αν υπάρχει, και ψάχνει να δώσει μορφή, ένα κάποιο ορθό αποτέλεσμα, σε χώρους και χρόνους, που κανείς μας δεν θα μπορέσει βιολογικά τουλάχιστον, να φτάσει.
Πίσω μένει η ιστορία κι αυτήν ψάχνουνε οι επόμενοι, σαν άλλοι κυνικοί, να καταλάβουμε πως η ποιότητα της ιστορίας εξαρτάται από την τέχνη και οι συνθήκες που χτίζεται ένας οργανισμός, απ’ την επίδρασή της πάλι εξαρτάται.


Ας μην ξεχνάμε. Καλή η μνήμη, η ευαισθησία, η συνείδηση. Με την τέχνη ξυπνάει το πνεύμα. Αυτή θα είναι η σύγχρονη επανάσταση. Αδιαφορία για το χρήμα, αγάπη για την τέχνη. Το πιο σημαντικό απ’ όλα ο άνθρωπος είναι. Αυτή η θεία ύπαρξη που φανερώνεται στον ατέρμονα χρόνο σαν κέρινη τρεμάμενη φλόγα, που όσο της μέλλει φέγγει σαν άστρο στην άβυσσο. Ευτυχής όποιος τη τέχνη κλείνει μέσα του και την αφήνει να γίνει ρόλος της ύπαρξής του.
Τέχνη, ασφάλεια και ανασφάλεια μαζί του ευ.
Τη μια στιγμή θαρρείς πως κάτι βρήκες, πως κάπου έφτασες κι από την άλλη ανατρέπεις, ότι με βάσανο κατάφερες ένα αποτέλεσμα.
Τέχνη, η αγάπη του άγνωστου. Ο φόβος της απογοήτευσης. Η απόκτηση αυτοπεποίθησης, Η επίπονη εμπλοκή της επιθυμίας στην περιπέτεια. Σωρός οι επιλογές, περιμένουν καρτερικά να γίνουν καρποί ακμαίοι της έκφρασης μέσα από την ανθρώπινη διάθεση.
Ουρανός και θάλασσα. Ορίζοντας χωρίς αρχαία ηλικία, χωρίς απόσταση αιώνων, απλά σαν συμφιλίωση στο τώρα ανακαλύπτει τοπία, πολιτισμούς και ημίθεους. Πολλές οι εικόνες, μια ευωδιά, σαν έρωτας, με στόμα ανοιχτό καταπίνει όσα η ζωή στο πέρασμα αφήνει.


Τέχνη, του γέλιου και του χορού. Τέχνη της υποκριτικής και των χρωμάτων φύση αληθινή. Τέχνη του λόγου, καρδιά του ποιητή, αστείρευτη αγάπη.
Τέχνη του κόσμου μαγική.
Μονόλογοι των δρόμων
ποίημα
Δημήτρης Βαρβαρήγος



Μονόλογοι των δρόμων
ένορκες βεβαιώσεις ενώνουν τις πόλεις
υπόνομοι τίγκα στη βρώμα
χαρτιά ανάκατα στο τραπέζι
μισή τσίχλα αφημένη πλάι σε ατάραχες λέξεις
στον κόκκινο μανδύα ένα χάδι
περιμένει η ξεχαρβαλωμένη κούκλα
ο παλιατζής πάντα την ίδια ώρα
πάντα τα ίδια λόγια
σίδερα μαζεύω
ταχυδρόμος δεν υπάρχει
ευτυχώς τίποτα δεν προσμένω
τα βιβλία στο ράφι έρημα
ανοιχτή η σακούλα με τις καραμέλες εκχέουν πίκρα
αφόρτιστο το τηλέφωνο
ανυπόφορα χειμερινά δεσμά αγκάλιασαν το μπαλκόνι
η αλόη θέλει πότισμα
άφαντες οι παντόφλες
γλιστράει το βρεγμένο μπάνιο
να προσέχεις
παγωμένη λίμνη η σκέψη
ξυλιάσαμε
κρέμασε στους ώμους το σάλι π’ αγοράσαμε
αυτό που ζέστανε γοφούς και στήθη
μοιραίος ο ερχομός του σκοταδιού
μα είναι νωρίς ακόμη να πάμε για ύπνο
εμβριθές σχέδιο η κανέλα στον αφρό του χτυπημένου με στοργή καφέ
νήδυμη απαρίθμηση ερωτικών ελιγμών οι γουλιές
να πιω;


Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2019



Το Χρυσό Καλοκαίρι του Φιλελεύθερου
με την Ελένης Γκίκα, φίλη καλή και οικοδέσποινα... 

Η μικρή Μύρτις 

Γραμμένο από τον Δημήτρη Βαρβαρήγο 

Η γριά, αυτή η σαλεμένη με τα μακριά λερά και μπερδεμένα μαλλιά, με το εξωπραγματικό διάφανο βλέμμα -που όποιον κοιτάζει νιώθει να τον καίει καυτό σίδερο. Αυτή, που βρωμάει από δύο στάδια μακριά, με τα πολλά ταγάρια περασμένα στους ώμους χιαστί γυρνοβολούσε καθημερινά από ρούγα σε ρούγα να τα γεμίζει με ότι τρώγεται ή ότι θεωρούσε χρειαζούμενο που θα της διευκόλυνε τη ζωή. 
Είναι η γριά που γνωρίζει όλες τις μαγγανείες και τα μαντζούνια. Να λύνει ή να δένει μάγια. Να δένει και να λύνει ανθρώπους. Να ξεγεννάει γυναίκες και ζώα, να γιατροπορεύει, να κηδεύει και να λιτανεύει. 

Το σπιτικό της ήταν στημένο στη νότια πλευρά της Πνύκας, σε μια εσοχή βράχου, μια μικρή τρύπα- καταφύγιο των ονείρων της, το ονόμαζε όταν τη ρωτούσαν που μένει και γελούσε ειρωνικά· καθώς αυτό ήταν σιμά στο βάραθρο, εκεί που ρίχνανε τους καταδικασμένους σε θάνατο. 
Γυρνοβολάει στη γειτονιά του Κεραμικού, τρέχει για όλους και για όλα,. Επάνω σε ένα κομμάτι από κεραμίδι, καίει λιβάνια να ξορκίσει τον θάνατο που σκορπίζουν οι πολιορκίες των Σπαρτιατών καθώς ρημάζουν όλη την ύπαιθρο της Αττικής στραγγαλίζοντας την πόλη μέσα στα μακρά τείχη που προστάτευαν τους γύρω πληθυσμούς απ’ το χαμό. 
Ετούτη η μεγάλη συγκέντρωση πολιτών στο άστυ με πρόχειρα, πνιγηρά παραπήγματα, με την έλλειψη νερού, τροφής και βασικής ιατρικής φροντίδας επέτρεψε στον λοιμό να εξαπλωθεί διαλύοντας την πόλη. Οι νεκροί ρίχνονταν σε ομαδικούς τάφους, ημιθανείς σέρνονταν αβοήθητοι στους δρόμους. Η συμφορά έκανε τους ανθρώπους να χάσουν την πίστη τους. Μέσα στην απόγνωση τους, κατασκήνωναν στα ιερά μέρη, μέχρι που γέμισαν κι αυτά με πτώματα. Μέσα στον πανικό καταργήθηκαν όλα τα έθιμα για τις ταφές. 


Η Γριά Αρετή, λιτάνευε για τον λοιμό που τρία χρόνια τώρα, από το 430 που ξέσπασε αποδεκάτιζε αδιακρίτως τάξης, τους Αθηναίους. 
Εκείνο το καταραμένο καλοκαίρι του 429, από την ημέρα που πέθαναν τα τέκνα του Περικλή -ο Ξάνθιππος κι ο Πάραλος- και μέρες αργότερα και ο ίδιος- πήγαινε κάθε μέρα κάτω από το άγαλμα της Αθηνάς που υψωνόταν στο βράχο πολύ πάνω από την πόλη, στεκόταν μπροστά του κι αναφωνούσε με φλογερή ελπίδα. 
«Αθάνατη δόξα, στην πόλη μας Αθήνα. Αθάνατη και του Περικλή η δόξα στους αιώνες.» 
Πλάι στο χαμόσπιτο της ζούσε μια οικογένεια μέτοικων με τρία παιδιά, δύο αγόρια κι ένα κορίτσι. Ο πατέρας δούλευε το βαρύ επάγγελμα της εξόρυξης αργίλου στο μεγαλύτερο κεραμοποιείο, λίγο έξω από το λιμάνι Μουνιχία. 
Ήταν οι μόνοι άνθρωποι που δεν την απέφευγαν· και αρκετές φορές την φίλευαν απ’ το υστέρημά τους. Συχνά πυκνά κάποια βράδια, το κορίτσι τους, η Μύρτιδα, την συντρόφευε μαθαίνοντας γιατροσόφια και ακούγοντας ιστορίες για πολέμους και ανδραγαθίες ηρώων. 
«Ούτε το ποτάμι στης Στυγός δεν χωράει τόσα πτώματα», ακούστηκε το μουρμουρητό της, όταν η Μύρτιδα τράβηξε το βαρύ υφασμάτινο παραπέτασμα και βρέθηκε μπροστά της. 
«Καλώς την κόρη μου… έλα μικρό μου κάθισε… κι έχω πολλά να σου πω κι άλλα τόσα να σου δώσω.» 


Η Μύρτιδα στεκόταν ασάλευτη να την κοιτάζει έχοντας γραμμένη στο πρόσωπο της μια χροιά έντονου φόβου. Το μπαλωμένο κουρέλι που κάλυπτε το κορμί της είχε δυο μεγάλους λεκέδες αίμα χαμηλά στο μέρος της κοιλιάς. Με τα χέρια της σταυρωμένα προσπαθούσε να τους κρύψει. 
Η Γριά, πήρε στα χέρια της τον λύχνο κι ανακάθισε φέρνοντας το πρόσωπό της πιο σιμά στο σώμα της μικρής. Η τρεμάμενη φλογίτσα απλώθηκε δειλά στο λιανό κορμάκι. Με εξονυχιστικό ενδιαφέρον την περιεργάστηκε από πάνω μέχρι κάτω. Το αετίσιο βλέμμα της κατέληξε να χωθεί βαθιά στα χαμηλωμένα μάτια της. 
«Τι μου κρύβει, το μικρό μου και είναι φοβισμένο; Τι βασανίζει το γέλιο σου και σκυθρώπιασες;» τη ρωτάει όσο με το άλλο της χέρι ψάχνει μέσα στο γλιτσιασμένο ταγάρι της. 
«Γιαγιά, Αρετή…» 
«…Την αλήθεια να μου πεις, αν θέλεις να σου δώσω κάτι που θα γλυκάνει τη γλώσσα σου.» 
«Ήμουνα με την φίλη μου την Ελπινίκη στην Πνύκα όταν φέρανε πολλούς σκοτωμένους στρατιώτες, ένας από αυτούς ήταν ο Πολίτης, ο πατέρας της. Όταν τον είδε έπεσε επάνω του ουρλιάζοντας και τον αγκάλιασε. Όταν μετά από λίγο την τραβήξανε, είχε γεμίσει το πρόσωπο της αίματα. Στο δρόμο για το σπίτι τής το έπλυνα σε μια κρήνη και το σκούπισα με τη χλαμύδα μου.» 
Η Γριά, έβγαλε το χέρι της από το ταγάρι κι έδωσε ένα χλωρό μισολιωμένο σύκο στην Μύρτιδα. 
«Έλα μικρό μου, πάρε να γλυκαθείς· κι εγώ θα σου πλύνω το ρούχο από τα αίματα… είσαι καλό κορίτσι, αλλά αυτό να μην το ξανακάνεις… να μην πλησιάζεις τους ανθρώπους να μη σε βρει ο λοιμός και σε χαλάσει.» τσίριξε με αυστηρότητα. 


Δεν είχαν περάσει δυο μέρες και η μητέρα της Μύρτιδας έτρεξε σαν αλλοπαρμένη προς τη γριά όταν την είδε να ξεπροβάλει στο μικρό μονοπάτι μέσα από τον ελαιώνα. 
Την άρπαξε από το μανίκι και τραβώντας τη τής φώναξε με τρόμο κοφτές λέξεις που ταυτόχρονα φανέρωναν και μιαν ανυπόκριτη ευγνωμοσύνη. 
«Η Μύρτιδα, γριά… το κορίτσι μου.» 
Στο έμπα του παραπήγματος ένιωσε το θανατερό αγιάζι της απραξίας να παγώνει την ψυχή της. Στο πλάι στέκονταν τα αδέλφια της, δυο μικρότερα αγόρια. Η γριά, αγριεμένα, πρόσταξε να φύγουν από εκεί για να γλιτώσουν τις ζωές τους. Γονάτισε μπροστά στη μικρή που ήταν ξαπλωμένη κατάχαμα. 
«Μη σκιάζεσαι μικρή μου, θα σε κάμω καλά εγώ… τόσοι γλιτώσανε από τα χέρια μου…» 
Έβγαλε από το ταγάρι της ένα ζωγραφισμένο αγγείο και με περίσσια προσοχή, ψέλνοντας μια προσευχή, έσταξε μερικές γαλαζόχρυσες σταγόνες μέσα στο πήλινο κύπελο, πρόσθεσε λίγο νερό και βόηθησε το κορίτσι ανασηκώνοντας το κεφάλι του να το πιει. 
«Πιες το όλο, είναι λάδι από φύλλα ελιάς και ρίγανης… πάω να φτιάξω κι άλλο γιατρικό να πιεις μερικές μέρες και να γίνεις καλά.» 
Πριν φύγει για την καλύβα της, έσταξε και μερικές σταγόνες στο μέτωπο και τα χείλια της. 
Τρία μερόνυχτα έκανε το ίδιο η γριά. Έμεινε άγρυπνη πάνω απ’ το προσκέφαλο της Μύρτιδας. Ήταν η πρώτη φορά που δεν περνοδιάβηκε τις ρούγες στην πόλη. Και η πρώτη φορά που δεήθηκε στη θεά Αθηνά με πολύ πίστη και σθένος. 
Το τρίτο βράδυ η υγεία της μικρής επιδεινώθηκε. Η Γριά σκέφτηκε πως έπρεπε να ταΐσει καλά την άρρωστη για να δυναμώσει· και δίχως να χάσει καιρό κουβάλησε βιαστικά τα χοντρά μέλη της στην αγορά. 
Πέντε οβολούς πλήρωσε για ένα βάζο μέλι, ένα κομμάτι κρέας, λίγο τυρί κι ένα καρβέλι ψωμί. 
Μαζί με τη μικρή φάγανε και τα δυο μικρά αγόρια, αλλά μόνο αυτά χόρτασαν. Η Μύρτιδα, τις επόμενες ώρες, πνίγηκε στο έμεσμα. 
Ούτε οι φήμες πως οι Σπαρτιάτες πολιορκούν σθεναρά τα μακρά τείχη, δεν απέσπασαν την προσοχή της Γριάς ώστε να κάνει -όπως συνήθιζε- δέηση στη θεά Αθηνά να προστατέψει το λαό και την πόλη από τους εχθρούς. 
Καθόταν σιμά στο προσκέφαλο της μικρής κι όλο της χάιδευε το μέτωπο. Άλλοτε, της έτριβε τα χέρια και τα πόδια να την ανακουφίσει. Όση φροντίδα και αγάπη κι αν της πρόσφερε, η μικρή συνέχισε να ψήνεται στον πυρετό και το πρόσωπο της να γίνεται χάλκινο, όμοιο με το χρώμα του φεγγαριού. Το ήξερε αυτό το θανατερό χρώμα, που μόνο τα αθάνατα νερά της Στυγός θα μπορούσαν να σβήσουν. 


«Να πάω εγώ στον κάτω κόσμο, μικρή μου, να γλιτώσεις, να ζήσεις και να χαρείς τη ζωή όσο δύσκολη κι αν είναι», ψέλλιζε σαν να παρακαλούσε τον Άδη να της αλλάξει τη σειρά. 
Έσπαγε η αμφιλύκη, όταν ένιωσε η γριά ένα τρυφερό άγγιγμά από το απαλό χέρι της κοπέλας. Κάποιες κουβέντες τρέμανε επάνω στα στεγνά χείλια της. Η γριά έσκυψε να ακούσει. 
«Μάνα… είσαι η μάνα μου.» ψέλλισε κι άλλη ανάσα δεν υπήρξε. 
Ο γοερός λυγμός της Γριάς απλώθηκε μαζί με την πρώτη αχτίδα που έπεφτε στο χώμα. 
Η μητέρα της μικρής που κοιμόταν με τα αγόρια έξω απ’ το παράπηγμα τινάχτηκε απότομα σαν κάποιο χέρι να την είχε σπρώξει με δύναμη. 


Ανασηκώθηκε. Αφουγκράστηκε. Ένα απόκοσμο χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπο της. Αλαφροΐσκιωτη φιγούρα το κορμί της άρχισε να κινείται μπρος πίσω. Η βαριά σιωπή που ακολούθησε, έσπασε ξάφνου από τη σαλεμένη φωνή της. 
«Μύρτις… Μύρτις, μα που χάθηκε πάλι αυτό το κορίτσι; Πάλι στην Πνύκα θα τριγυρνάει να παρακολουθεί κάποια ορκωμοσία νεοσυλλέκτων. Αγόρι έπρεπε να γεννηθεί τόσο πολύ που της αρέσουν τα όπλα και οι οπλίτες. Καλόδεχτο θεά μου, Ήρα βασίλισσα του ουρανού, το δώρο σου να νιώσω μάνα, μα με τούτο το ατίθασο πλάσμα, όλο σε μπελάδες με βάζει και δεν βρίσκω ησυχία μαζί του.