Τρίτη 22 Μαρτίου 2016


Πάρε ρίσκα, υποστήριξε της επιθυμίες σου. 
Σβήσε τους φόβους σου... 
Μόνο έτσι θα γευτείς τη ζωή και θα ζήσεις τις μεγάλες αλήθειες της..


Anne Sexton...


Anne Sexton...
Η Ερινύα των πετραδιών και του κάρβουνου
Πολλοί μεταλλευτές μπήκαν
σε σήραγγα βαθιά
για να δεχτούν τη σκόνη ενός φιλιού,
ένα μετάλλευμα- κελί.
Πήγαν με τα φανάρια τους
γεμάτα μάτια που τρυπούν
βαθιά, πολύ βαθιά κι έβγαλαν
τον Χριστό στη Γεσθημανή.
Σώμα γεμάτο βρύα, σώμα από γυαλί,
σώμα από τύρφη
κείτεσαι τόσο κοφτερό, βαρύ σμαράγδι
όσο ένα γήπεδο του γκολφ, ρουμπίνι σκούρο
σαν υπόλειμμα γέννας,
διαμάντι άσπρο σαν τον ήλιο
πάνω στη θάλασσα, κάρβουνο, σκοτεινόχρωμη μητέρα
μητέρα που γεννοβολά, άφησε τα θαλασσινά πουλιά
να σε φέρουν στη ζωή μας
σαν από μακρινό νησί,
βαριά σαν θάνατο.

ΕΠΙΜΕΤΡΟ:
Στις αρχές του 1960, η Anne Sexton κυκλοφορεί την πρώτη της ποιητική συλλογή και ταράζει τα νερά της κλασικής, μετρημένης και “αξιοπρεπούς' αμερικανικής ποίησης. Η θεματολογία της κινείται γύρω από ψυχιατρεία, θεραπείες και απόπειρες αυτοκτονίας, υλικό που μέχρι τότε δεν θεωρούνταν αξιόλογο ποιητικά, ειδικά από γυναίκες ποιήτριες. Ποιήματα όπως το “Η μουσική επιστρέφει σε μένα κολυμπώντας' ή “Το κεφάλι που περιμένει' έκαναν ιδιαίτερη αίσθηση σε κοινό και κριτικούς, αποτυπώνοντας τις συνέπειες του αστικού αμερικανικού ονείρου που εγκλώβιζε χιλιάδες δημιουργικές και ευαίσθητες γυναίκες αποκλειστικά στο ρόλο της συζύγου και της μητέρας. “Προσπαθούσα όσο πιο αναθεματισμένα μπορούσα να κάνω μια συμβατική ζωή γιατί έτσι είχα ανατραφεί και αυτό ήταν που ήθελε ο σύζυγός μου από εμένα [...] Η επιφάνεια ράγισε όταν ήμουν εικοσιοκτώ. Υπέστην ψυχωτική κατάρρευση και προσπάθησα να αυτοκτονήσω' θα πει η Σέξτον μερικά χρόνια αργότερα. Φυσικά, η Σέξτον ήταν ασθενής. Υπέφερε από κατάθλιψη και αυτοκτονικό ιδεασμό και ακολουθούσε θεραπείες σε όλη της τη ζωή.


Η ποίηση ήταν για εκείνη ένας τρόπος να μιλήσει για όσα συνέβαιναν στη ζωή εντός του μυαλού της. Εξέδωσε συνολικά επτά ποιητικές συλλογές όσο ζούσε και με τα χρόνια καταπιάστηκε με θέματα όπως ο έρωτας, η λαγνεία, οι γονεϊκές σχέσεις και ο Θεός χωρίς ποτέ να απεμπολεί την έλξη της για τον θάνατο. Αυτοκτόνησε τελικά το 1974. Μετά τον θάνατό της, η κόρη της εξέδωσε άλλες τρεις ποιητικές συλλογές με ποιήματα της μητέρας της. Για την παρούσα ανθολογία σταχυολόγησα χαρακτηριστικά ποιήματα από όλο της το έργο έτσι ώστε η παρουσίασή της στο ελληνικό κοινό να είναι όσο το δυνατόν πιο σφαιρική. Η δημοφιλία και η αναγνώριση που είχε το έργο της κατά τη δεκαετία του 1960 μέχρι και τον θάνατό της, συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, κατατάσσοντας την Anne Sexton στις σημαντικότερες Αμερικανίδες ποιήτριες του 20ου αιώνα.
Μοιραστείτε τη δημοσίευση:

Κυριακή 6 Μαρτίου 2016

Απουσία


Πως μπορεί να χαθεί η αίσθηση της αιωνιότητας;...
καμιά λογική κουβέντα παρηγοριάς δεν μπορεί να σβήσει τον πόνο της εγκατάλειψης, γιατί οι μνήμες κατακλύζουν τις στιγμές που χάρισαν την εύνοια της απέραντης συναισθηματικής διάστασης...
Χαλάσματα, σιωπή και πόνος...


Έρημοι Άνθρωποι


Ο άνθρωπος πουθενά δεν είναι τόσο μόνος όσο ανάμεσα στο πλήθος. 
Πουθενά αλλού δεν υπάρχει μεγαλύτερη μοναξιά από την αδιαφορία.
Κάθε που περνάω από την Ακαδημίας, συναντώ στο ίδιο σημείο ένα κλοσάρ ξαπλωμένο στην ίδια θέση, ακίνητο με βλέμμα στυλωμένο στο δάπεδο του δικού του υπαίθριου σπιτικού, τυλιγμένο στο μαύρο παλτό του, λες και δεν έχει σαλέψει από εκεί. Πέρασα δίπλα του όπως χιλιάδες άλλα βιαστικά, πολυάσχολα βήματα. Τον έβλεπαν άραγε… Γνώριζαν ότι κι αυτός είναι ένας άνθρωπος πεταμένος στο πεζοδρόμιο της πρωτεύουσας, από την άθλια μοίρα του, αφήνοντας τον να πεθάνει στην καρδιά της αδιαφορίας μας.
Μα κι εγώ τι έκανα; Το μόνο διαφορετικό ήταν να του ρίξω μια ματιά και να σκεφτώ ότι δεν το έχει κουνήσει από εκεί και τράβηξα το δρόμο μου, είχα κι εγώ δουλειές.
Απομακρυνόμουν κι αναρωτιόμουν, αν οι άνθρωποι αυτοί, οι δυστυχισμένοι και μοναχικοί που συναντάμε στο δρόμο μας, γυναίκες, παιδιά, άντρες, γέροντες, αυτοί που ζουν σε ανήλιαγες εσωχές πεζοδρομίου, σε εισόδους πεθαμένων κτηρίων, εκτεθειμένοι στη βρώμα, στην παγωνιά, εκεί όπου το πιο αβάσταχτο κρύο είναι εκείνο της μοναξιάς τους, είναι η αδιαφορία μας.
Και για εμάς τους λίγο τυχερούς, που ακόμη δεν μας έλαχε η άμοιρη τύχη τους, αφομοιωνόμαστε σιωπηλοί και άπραγοι στον χειρότερο εχθρό μας, τη συνήθεια.