Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

Αμφίθυμες σκέψεις 


Στο μικρό κομοδίνο δεν υπάρχουν πια φωτογραφίες ένα μπουκάλι με δυο γουλιές μαστίχα μόνο απόμεινε να ικετεύει χείλια, εκστάσεις και αβύσσους δύο ρεσό περιμένουν το χέρι που θα τα κάψει ρομαντικά στο συρτάρι ανάκατες κάλτσες, εσώρουχα, τρυφερότητες κι αμφίθυμες σκέψεις ο καναπές στην υποκρισία μιας στοργής διαγράφει ακόμη τα σώματα απ’ το νυχτιάτικο βολόδερμα ανάμεσα στα μαξιλάρια η ξεχαρβαλωμένη κούκλα προσμένει ίσως κάποια επιστροφή κι αυτές οι σιωπές, η μοναδική αλήθεια… 

Μονόλογοι 


Μονόλογοι των δρόμων 
ένορκες βεβαιώσεις ενώνουν τις πόλεις 
υπόνομοι τίγκα στη βρώμα 
χαρτιά ανάκατα στο τραπέζι 
μισή τσίχλα αφημένη πλάι σε ατάραχες λέξεις 
στον κόκκινο μανδύα ένα χάδι περιμένει 
η ξεχαρβαλωμένη κούκλα 
ο παλιατζής πάντα την ίδια ώρα 
πάντα τα ίδια λόγια 
σίδερα μαζεύω 
ταχυδρόμος δεν υπάρχει 
ευτυχώς τίποτα δεν προσμένω 
τα βιβλία στο ράφι έρημα 
ανοιχτή η σακούλα με τις καραμέλες εκχέουν πίκρα 
αφόρτιστο το τηλέφωνο 
ανυπόφορα χειμερινά δεσμά αγκάλιασαν το μπαλκόνι 
η αλόη θέλει πότισμα 
άφαντες οι παντόφλες 
γλιστράει το βρεγμένο μπάνιο 
να προσέχεις 
παγωμένη λίμνη η σκέψη 
ξυλιάσαμε 
κρέμασε στους ώμους το σάλι π’ αγοράσαμε 
αυτό που ζέστανε γοφούς και στήθη 
μοιραίος ο ερχομός του σκοταδιού 
μα είναι νωρίς ακόμη να πάμε για ύπνο 
εμβριθές σχέδιο η κανέλα στον αφρό 
του χτυπημένου με στοργή καφέ 
νήδυμη απαρίθμηση ερωτικών ελιγμών οι γουλιές 
να πιω;

Τι κι αν βράχηκες 


Αν δεν έχεις νιώσει τη θάλασσα, δεν γνωρίζεις τίποτα για το νερό.

Λιπεσάνορες οι γυναίκες που εγκαταλείπουν τους άντρες

Λιπεσάνορες 
οι γυναίκες που εγκαταλείπουν τους άντρες 
εκδόσεις Ν.Σ. Μπατσιούλας 


Φρένιασα σαν Μαινάδα και ούρλιαξα για την ιεροσυλία του μεγαλύτερου μυστηρίου που είναι η γέννα, να την παρακολουθήσει ένας άντρας καταργώντας κι αυτό το άβατο. Έτρεφε την ελπίδα πως αυτό το βρέφος θα κατάφερνε να ζήσει, μα δεν πρόσεξε ότι στο πρόσωπό μου άρχιζε να χαράζει η φρενίτιδα και στα μάτια μου η λάβα. Ποτέ δεν θα άφηνα να ζήσει ένα μου παιδί αν δεν ήμουνα σίγουρη πως θα του χάριζα την αθανασία. 


Κάλλιο να πέθαινε στη γέννα τον μάταιο ετούτο κόσμο μην γνωρίσει, παρά η γήινη ζωή να μην του χάριζε τα γηρατειά. Φύγε, του φώναξα, θα σε κάψουν οι θεοί, κατάρα θα πέσει στην Ιωλκό αν μιας θεάς τη γέννα βεβηλώσει η παρουσία του αρσενικού. 


Του φώναζα να φύγει για να αφοσιωνόμουνα στη μυσταγωγία της αθανασίας μόλις θα το ‘φερνα στον κόσμο, θα έτριβα το λιανό κορμάκι του με αμβροσία και θα το πέρναγα κατόπιν πάνω από τη φωτιά στον αναμμένο βωμό να το κάνω άτρωτο στη φθορά του χρόνου. Ήθελα να του χαρίσω την αθανασία, μα ο Πηλέας με είδε που γέννησα και την πρόθεση μου να περάσω το παιδί πάνω στις φλόγες. Τρομαγμένος για να το γλιτώσει τράβηξε το σπαθί του και χίμηξε ουρλιάζοντας επάνω μου να με σκοτώσει. Δεν άντεχε να δει κι ετούτο το παιδί του να καταστρέφεται από την ίδια τη μάνα του. 





Στοά του Βιβλίου


εδώ που κάποτε ανθούσε το πνεύμα, 
τώρα ανθούν η ερημιά, η θλίψη και η σιωπή. 


Εκείνοι


Εκείνος πάντα
Εκείνη πάντα
Δεμένοι γερά, πάντα
Εκείνος πάντα: Γιατί με κρατάς;
Εκείνη πάντα: Δεν ξέρω, θα σκεφτώ και θα σου πω
Λεηλασία μιας επαφής 
Στο στόμα του λύκου 

από την υπό έκδοση ποιητική συλλογή
"Ευδόκιμοι"

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2020

Πίστη και Περηφάνια
24 γράμματα εκδόσεις



Αυτό σήμαινε λοιπόν ο αρραβώνας; Την υποταγή της σε μια συμφωνία, που σε όλη την υπόλοιπη ζωή της θα της στερούσε τα πιο σημαντικά για τον εαυτό της, την ελευθερία και την ανεξαρτησία;

Το ότι θα ένωνε τη ζωή της με κάποιον που δεν είχε αγαπήσει, δε σήμαινε ότι απαραίτητα θα εξαφανιζόταν η προσωπικότητά της. Όχι! αυτό δεν μπορούσε ούτε καν να το φανταστεί. Αιώνες ολόκληρους οι γυναίκες ζουν αυτή την ανισότητα. 


Εκείνη όμως δεν ήθελε να την αποδεχτεί και να ζήσει την υπόλοιπη ζωή της με σκυμμένο κεφάλι. Ήθελε να την αγαπήσουν και όχι να υποδουλωθεί και να αφοσιωθεί στα παιδιά που θα γεννούσε. Και, όπως ήταν φυσικό, ακόμη δεν είχε νιώσει την ανάγκη της μητρότητας, ήταν πολύ νωρίς ακόμα, και κυρίως δεν ήθελε να γίνει μάνα από έναν άντρα που δεν αγαπούσε.