Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

ΤΡΕΙΣ ΒΑΛΤΟΙ… 
απόσπασμα από θεατρικό μονόλογο
 

Πίστεψε με, δεν λαθεύω… σου λέω την είδα, ήταν εκείνη… με πρόσωπο σκληρό, με σφιχτά χείλη, με μάτια σφαλιστά… με δέρμα μελανό από την αγωνία και το θυμό…
Μην αμφιβάλεις… ήταν εκείνη, αφημένη στο μαύρο της νύχτας, στη σκοτεινή επιθυμία για τυραννία… βυθιζόταν αναίτια στα σκοτάδια της ζήλιας… τα πάντα χάνονταν στην εγκατάλειψη…
Ναι… εκείνη ήταν, έγειρε απόψε στο βάρος της ανασφάλειας, δεν ξεχώριζε πλέον ποιες ζωντανές διαφορές υπήρξαν στη ζωή της… ποιες αληθινές αξίες της ανήκαν… ένα φίλημα, ένα χάδι, μια αφή στην ψυχή…
Τι κρίμα, όλα το ίδιο χρώμα κάτω απ’ τα σφαλισμένα βλέφαρα της, μαρτυρούσαν την ύπαρξη ξένου χεριού που προσπαθούσε ν’ απλωθεί επάνω της.
Το παλιό και καινούριο στην αέναη πάλη του καλού με το κακό…
Ναι, την είδα πλαγιασμένη ανάμεσα σε σαρκοφάγα θηλαστικά, στις άρρυθμες ανάσες αφουγκράστηκε η σάρκα, πόσο δυνατά χτυπούσε η καρδιά της… ήθελε να τρυπήσει να χαθεί σε άλλο σώμα…
Ναι ήταν βαθύ, πυκνό, αδιαπέραστο το σκοτάδι, όμοια ψυχή ασάλευτη, κι όμως, φαίνονταν οι χαρακιές στην πλάτη, μελανές από οδύνη… κενές, άδειες απ’ το αγκάλιασμα του άντρα που πέρασε πριν λίγες ώρες απ’ τον κόρφο της…
Σιωπές και θλίψεις… ανοίγουν μια άλλη ζωή… τα σώματα έκαναν σκιές, το παρόν έκαναν αναμνήσεις …
κι έβαψε πάλι τα νύχια μαύρα…

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2022

Από την έκθεση βιβλίου 



Ευχαριστώ πολύ όλες και όλους -φίλες και φίλους- που βρέθηκαν κοντά μου με αληθινά αισθήματα φιλίας και ανταλλάξαμε όμορφα λόγια και ευχές. Η καλοπροαίρετη διάθεση σας φαινόταν στα πρόσωπα σας ζωγραφισμένη με πλούσια χαμόγελα. 




Ξεκινώ με τον εκδότη μου, Γιώργο Δαμιανό, την υπεύθυνη εκδόσεων, Καλλιόπη Αγραφιώτου κ όλη την ομάδα των εκδόσεων και φυσικά με όλες κ όλους που βρέθηκαν κοντά μου.
Νίνα Διακοβασίλη. Τζένυ Μπακομήτρου. Άρης Ιωακείμ. 





Γεωργία Ζώη. Όλγα Μουργελά. Βασιλική Καρποντίνη. Εύα Νάτσι. Κατερίνα Καλαμπαλίκη. Βίκυ Αναγνώστη. Κώστας Νούσιας. Ιωάννα Λαζάρου. Χρύσα Βαλαβάνη. 



Μαρία Χουρδάκη. Χρύσα Ουζουνίδου. Όλγα Μουργελά. Ευδοκία Βέριο. Δημήτρης Πρωτόπαπας. Ελένη Λύτρα. Τζένη Βλάχου. Πηνελόπη Χαλκιά. Κατερίνα Βολίκα. Βασίλης Τραιφόρος. Έφη Χαντζούλη. Λένα Φατούρου. Δώρα Τζέμα. Λούσυ Αλιμάνι. Στέφανος Λογοθέτης. Γρηγόρ Αγγελική Κολιού. Έμυ Μπαλαμπάνη. Γρηγόρη Χαλιακόπουλο.










Ευχαριστίες και στους άγνωστους αναγνώστες/τριες, που προμηθεύτηκαν τα βιβλία μου.
Και στις φίλες, φίλους που δεν καταφέρατε να έρθετε, την επόμενη φορά θα είμαστε όλοι μαζί. Κι όπως λέει η Γιουρσενάρ: «Απούσα η μορφή σου διαστέλλεται τόσο που γεμίζει το Σύμπαν»


Μια τρίχα από τα μαλλιά της



Μία τρίχα από τα μαλλιά της
βρέθηκε στα ρούχα του
μικρό φυλαχτό
να κρατήσει τα κομμάτια ενωμένα
της οδυνηρής σιωπής
τώρα
μόνο κενό υπάρχει στο δωμάτιο
διαμελισμένα σώματα
τίποτα ζωντανό δεν έμεινε από αυτά
τσαλακωμένες σκέψεις
κακοφορμισμένες λέξεις
ασιδέρωτα λόγια
ευτυχώς υπάρχουν τα σκοτάδια
να διατηρούνται οι μνήμες νωπές
απάντηση ψάχνοντας αν
υπήρξε ποτέ αγάπη
όταν μέσα της κρυβόταν τόσο μίσος
κι έπειτα ήρθαν κι άλλα λόγια
«καταραμένη εκείνη η μέρα»
«πόσα χρόνια έχασα μαζί σου»
φράσεις που προσβάλλουν την αλήθεια
γιατί εκείνη η μέρα υπήρξε σίγουρα
μια ευτυχισμένη μέρα
κι από εκείνη τη στιγμή
που έζησε μαζί τους
ο δικός τους νάρκισσος
όχι μόνο δεν πήγαν χαμένα τα χρόνια
αλλά υπήρξαν τα πιο ωφέλιμα της ζωής τους
κι όποια αγωνία σημάδεψε
τις κρίσιμες ερωτικές διαδρομές
αυτές κατά βάθος είναι
το συστατικό της ύπαρξής τους

από την υπό έκδοση συλλογή: "Εμμονές"
 Πίστη και Περηφάνια
24 γράμματα εκδόσεις



Όταν πλέον αρχίζεις να ξεχωρίσεις πως οι ρόλοι που θα παίξεις δεν είναι αδιανόητοι, τα πάντα μπορούν να είναι αληθινά και τα πάντα μπορούν να συμβούν σε μία πραγματικότητα που αδιάφορη, έχει τη δύναμη, να θρέφει ισωβίως τα παράδοξα... από το βιβλίο: Πίστη και Περηφάνια 



«Παράτα με»

έχει τίτλο το βιβλίο του Δημήτρη Βαρβαρήγου, με θέμα την ενδοοικογενειακή βία και σεξουαλική παρενόχληση που υφίσταται μια ανήλικη.



από το βιβλίο απόσπασμα
– Μα τι κάνεις… μα τι κάνεις, θα μου σκίσεις τα ρούχα! Παράτα με! τόλμησε να πει μόνο και δεν πρόλαβε να συνεχίσει, γιατί η τραχιά παλάμη του φίμωσε το στόμα της.
– Σώπασε, μικρό μου λουλουδάκι! Άντρας είμαι και ξέρω να φέρνω βόλτα τις γυναίκες, πρόσθεσε γεμάτος σαρκαστικό πανικό που γεννούσε η απαλή σάρκα της στον ανώμαλο πόθο του.
Πήγε να αντισταθεί, μα το ροζιασμένο χέρι του πίεσε το στόμα της με τόση δύναμη που ένιωσε ότι θα έσπαζαν τα δόντια της. Κατάλαβε ότι ήταν πολύ μεθυσμένος και θα έτρωγε ξύλο, όχι μόνο η ίδια αλλά και οι υπόλοιποι, αν συνέχιζε να αντιδρά και δεν το άντεχε. Άλλωστε με τις πρώτες αντιρρήσεις που πήγε να προβάλει, αμέσως πίεσε με το άλλο του χέρι τον λαιμό της προειδοποιώντας τη με σκληρή φωνή.
– Βούλωσ’ το, μωρή, γιατί θα σε πνίξω. Θα σε πετάξω μέσα στο πηγάδι και κανείς δεν θα πάρει είδηση.
άποψη, Ζωής Μάγγελ, ένα σκληρό θέμα που αφυπνίζει συνειδήσεις
Εμμονές 


στο τραπέζι μόνος
μασούσε τη θλίψη
τα δόντια συνέλεγαν
θυμούς
ενσωματωμένο βάρος
ο χρόνος
ήταν δική του έκφραση πλέον
θα συνηθίσω έλεγε
να πείσει τον εαυτό του
Ποιον εαυτό του;

από την υπό έκδοση συλλογή: "Εμμονές"


Ευχαριστίες στην Ελένη Γκίκα για την επιμέλεια του αφιερώματος 
και το εξαίρετο fractal art για τη φιλοξενεία


Αύγουστος του ’22, διηγήματα για την Μικρασιατική Καταστροφή 
Επιμέλεια αφιερώματος: Ελένη Γκίκα


«Κυρά Σμύρνη» 
του Δημήτρη Βαρβαρήγου

Το γαλακτερό φως του θαλάμου του Δημόσιου γηροκομείου μαζί με κάποιους άτσαλους θορύβους και βογκητά κάποιων άλλων τροφίμων τής έφερναν αναστάτωση και μέσα στην γεροντική παραζάλη, η ενενηντάχρονη γυναίκα, φώναζε με την λιγοστή δύναμη που της πρόσφερε το εξαντλημένο σώμα της.
«Μάνα, μάνα…»
Μια νοσοκόμα στάθηκε πάνω από το ρυτιδιασμένο πρόσωπο, τής έπιασε απαλά το αποστεωμένο χέρι και την ρώτησε γλυκά για να την ηρεμήσει.
«Τι τρέχει κυρά Σμύρνη;»
Η ηλικιωμένη με τρεμάμενα χείλη άρχισε να ψελλίζει με ρυθμό.
Ωχού καημός αβάσταγος
Ωχού τη Σμύρνη εκάψαν
Πόνος καημός μανούλα μου
Τα μάτια μας εκλάψαν
-Μη ταράζεσαι καλή μου, είμαι κοντά σου.
-Νάτοι, νάτοι πάλι, έρχονται, η Αγία Φωτεινή να βάλει το χέρι της.
-Πάνε αυτά κυρά Σμύρνη, περάσανε. Έλα ηρέμησε, είμαι κοντά σου.
Ορθάνοιξε τα μάτια της, στύλωσε το βλέμμα της στη νοσοκόμα, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί ποια ήταν. Με κομμένη ανάσα άρχισε να μιλάει: Μιλάς; Ακούς; Δόξα το θεό.
-Έλα σε παρακαλώ, πάνε πια αυτά τα βάσανα περάσανε. Τώρα είσαι σε καλά χέρια.
«Ο Τούρκος, ποτέ δεν περνάει. Άκουσε με και βάλε το βαθιά στο μυαλό σου. Δεν πιάνεται φίλος. Αύγουστος ήταν· κι όμως, κόρη μου, έτρεμε το φυλλοκάρδι μου. Εκείνες τις νύχτες λες και το σκοτάδι ήταν πηχτό σαν πίσσα. Στα μαύρα ντυμένα τα δέντρα. Τα στενοσόκακα, ένα λαβύρινθος γεμάτος φίδια τούρκους. Μέχρι και τα σφυρήλατα αστέρια που λαμπύριζαν σαν κρύσταλλοι στο στερέωμα σκεπάστηκαν από ένα μαύρο πέπλο ομίχλης. Ήταν ο καπνός από τα σπίτια και τις εκκλησιές που καίγονταν, γεμάτα μέσα με γυναικόπαιδα. Μύριζε ο αέρας καμένη σάρκα.
»Το δράμα είχε αρχίσει πολύ πριν μπει ο Αύγουστος. Τα στρατεύματα μας ήταν παρατημένα. Βρωμιάρηδες πολιτικοί παρέδωσαν τη Σμύρνη στις φλόγες και στο αίμα. Έφτανε στα ρουθούνια τους η αποφορά της καμένης σάρκας και δεν τους έκοφτε που πλησίαζε το τέλος. Εγώ, που ήμουν μόνο τεσσάρων ετών καταλάβαινα τι θα ερχόταν· κι εκείνοι κοίταζαν πως θα κέρδιζαν τις εκλογές αδιάφοροι για τον εθνικό διχασμό.
»Πάνε τα όνειρά μας, πάνε οι ζωές μας. Ο όλεθρος ήταν παρόν, έδειχνε τα δόντια του μέρα τη μέρα όλο και πιο έντονα. Μυτερά, κοφτερά. Μόλις μπήκε ο Αύγουστος τα πράγματα είχαν στενέψει πολύ. Ο ελληνισμός ζούσε ένα δράμα. Χάθηκαν περιουσίες, κόποι μια ολάκερης ζωής. Χάθηκαν άδικα ζωές αθώες, που πλήρωσαν το τίμημα για λάθη άλλων.
»Ο Ύπατος αρμοστής, αυτός ο αισχρός άνθρωπος, ο Αριστείδης Στεργιάδης, ο προδότης, δραπέτευσε από τη Σμύρνη. Κατέρρεε το μέτωπο και για να στηρίξει την κυβέρνηση δεν ειδοποίησε τον κόσμο να φύγει να γλιτώσει την καταστροφή. Κι εμείς μόνοι κι αβοήθητοι, χάσαμε κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Πήραν τον πατέρα μου, δεν τον ξανάδα από τότε. Η μάνα έμαθε, δεν ήταν κάτι σίγουρο, πως τον είχαν σε τάγμα εργασίας. Έκανε το σταυρό της πως ήτα τάχα μου ζωντανός. Την ίδια την βίασαν τρεις άντρες, ο ένας μετά τον άλλο, ένα βράδυ μπροστά στα μάτια μου.
»Οι Τσέτες, οι Τσέτες, αυτοί οι Τσέτες, δεν είχαν δράμι αίσθημα, μόνο δίψα για αίμα. Οι αντιδράσεις των τούρκων φούντωναν όπως ρίχνεις πετρέλαιο στη φωτιά. Μπαίνανε στα σπίτια και σκότωναν όποιον έβρισκαν. Αποκεφάλιζαν άντρες και παιδιά. Βίαζαν γυναίκες μπροστά στους άντρες τους και τα παιδιά τους και μετά τις ξεκοίλιαζαν. Έκλεβαν και φεύγοντας έβαζαν φωτιά στα φτωχικά του κόσμου.
»Την επόμενη μέρα με περιμάζεψε η κωφάλαλη υφάντρα, μια γυναίκα που ήταν στη δούλεψη του πατέρα στο εριοκλωστήριο. Φορτώθηκε τη ζωή μου και με γλίτωσε. Παράχωσε το λιανό κορμάκι μου μέσα σε έναν μπόγο με σεντόνια και κεντητά σεμέν. Αγκομαχούσε για να αντέξει. Αργότερα, μετά εκατό μέτρα, που στριμώχτηκε στο συνωστισμό, τον έσερνε βήμα – βήμα μέχρι το λιμάνι.
»Καπνισμένα σώματα, καπνισμένοι μπόγοι. Άκουγα τις φωνές του κόσμου διάχυτες από τρόμο. Προσπαθούσε εκείνο το ανθρώπινο ποτάμι να φτάσει στο λιμάνι μήπως κι επιβιβαστεί στα μεγάλα συμμαχικά καράβια.
»Οι αλήτες, τίποτα δεν έκαναν για να γλιτώσει ο κοσμάκης. Ήταν όλοι στο κατάστρωμα, κοίταζαν, σχολίαζαν και κάποιοι τραβούσαν φωτογραφίες. Σύμμαχοι σου λέει ο άλλος, σκατά. Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί, ίδια φάρα. Πάντα μάς κάνουν τους φίλους και μετά μας πουλάνε.
»Κατάφερε η δόλια η μουγκή να με αφήσει σε μια οικογένεια που είχε προλάβει να μπει σε μια βάρκα. Έκλαιγα που όσο η βάρκα ξεμάκραινε από το μόλο και χανόταν από τη ματιά μου, εκείνη η σιωπηλή γυναίκα με τα νοήματα.»Τυφλωμένη από την ώχρα της φωτιάς και το γκρίζο της στάχτης, άκουγα τον κουρνιαχτό να ξεμακραίνει. Έκλεισα τα μάτια με τα χέρια να τα προστατέψω από τις δίνες της σκόνης με τ’ αποκαΐδια. Νόμιζα, πως ακόμα κι όλη ετούτη η σκόνη της προβλήτας να είχε εξεγερθεί εναντίον μας για να σβήσει τη ζωή μας από το παρελθόν στη Σμύρνη και να ανοίξει νέες ελπίδες στην αληθινή πατρίδα μας, την Ελλάδα.
Ούτε θυμάμαι κάτι άλλο. Παιδάκι μικρό, κουρασμένο, φοβισμένο, πεινασμένο, έπεσα σε λήθαργο.
«Ξύπνησα στη Χίο. Εκείνη η καλή οικογένεια με κράτησε κοντά της. Όταν ρώτησαν το όνομα μου, τους είπα ψέματα πως με λένε Σμύρνη.
Θυμάμαι στο σπίτι, πως φωνάζανε Αλκυόνη.
Αν με επιθυμήσεις ψάξε με κάτω από τις σόλες των παπουτσιών σου. Δεν θα ξέρεις ποιος είμαι ή τι σημαίνω.
Ωστόσο εγώ θα σε γεμίζω υγεία. Το αίμα σου θα κρατώ καθαρό και θα το δυναμώνω.
Κι αν με την πρώτη δεν με βρεις, μη χάσεις το κουράγιο σου.
Άμα δεν είμαι σε ένα μέρος, ψάξε σε κάποιο άλλο.
Κάπου έχω σταθεί και σε περιμένω.
Walt Whitman



=Μιλήστε στους ανθρώπους που αγαπάτε. Μην αφήνετε το χρόνο να περνάει. Η σιωπή γεννάει σκοτάδια.
Μην μπείτε στον κατάλογο με γραμμένα ονόματα, εκεί που συναντάμε τον άλλον, δίχως το βλέμμα του.=
από το βιβλίο: Πίστη και Περηφάνια
db...

Ευχαριστώ την κα Μαρία Λίτσα και τους ιθύνοντες του περιοδικού Έλευσις και Υδράνη 

https://online.fliphtml5.com/lrfj/rssy/?fbclid=IwAR3kx4yZ3jgVEU-mpazKADp_EZuIbq4bck1DnHFO7l7huQ2ujHM5mKIeKNo 

Έλευσις και Υδράνη
e-movie book

Σπρώχνοντας με δύναμη το τείχος, ο Δημήτρης Βαρβαρήγος

Ψίθυροι και Σκιές

Κάθε νέο ξημέρωμα, οι τοίχοι ορθώνονται συμπαγείς και ακλόνητοι στον πόνο μου. Προνόησα όμως και τους γέμισα κάδρα με τις μορφές σας, σε κάθε ηλικία σας.

Εικόνες ανάκατες νεκρών και ζωντανών.

Μα σε όλες μαντεύω -στα βλέμματά σας- την αδιαφορία.

Τι περίεργοι που είμαστε οι άνθρωποι;

Ξεχνάμε ότι μια φορά μόνο ζούμε και σπαταλάμε τη ζωή μας τις πιο πολλές φορές άδικα.

Άδικα γιατί ξεχάσαμε τον άλλο, τον αδελφό, το φίλο, το γείτονα.

Πάψαμε να ονειρευόμαστε, δίνοντας χώρο μέσα μας, στη μοναξιά να μεγαλώνει.

Σ’ έναν κατάλογο γραμμένα ονόματα, εκεί συναντάμε τον άλλον.

Δίχως το βλέμμα του.

Κανένα όνειρο δε μοιραζόμαστε πια, γίναμε άγνωστοι μεταξύ μας.

Κανένα τσιγάρο δεν κάνουμε μαζί.

Ο καθένας το δικό του πακέτο, το δικό του παραμύθι, τη δική του ζωή.

Τον δικό του τοίχο.

Άχρωμοι, ανήσυχοι, σκληροί, με αδιαπέραστες άμυνες.

Άνθρωποι που ζουν χωρίς αιτία, για να γεμίζουν οι νύχτες τους ανησυχία και οι τοίχοι με ψιθύρους και σκιές.


https://online.fliphtml5.com/lrfj/rssy/?fbclid=IwAR2k0EgciJA05OcWXPhVqPUJhrX0hM39Wsa-kw097FqyHXl98YlGjZnASWI
Τα ευχάριστα νέα έρχονται το ένα πίσω από το άλλο, 
τα κρατώ βαθιά στο νου μου, γιατί έχουν αληθινή αξία και περιεχόμενο!!!