Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2024

ΑΘΗΝΑ
Η πόλη των θεών, των ημίθεων, των ανθρώπων 


Είναι γεγονός ότι οι χώροι και οι τόποι της πόλης των Αθηνών αποπνέουν μια διαφορετική ενεργειακή υφή, μέσα στη αστική λαίλαπα, είναι ο πυρήνας που τραβάει σαν μαγνήτης ανθρώπους με διαφορετικές ιδέες, απόψεις και κουλτούρες. Και με το δικό τους διαφορετικό ύφος προσπαθούν να αναδείξουν ή να αποδείξουν, πως οι ομορφιές της ζωής-οι στιγμές που χαρίζει ένας τόπος, είναι μοναδικές κι επαφίενται στην έμπνευση της αιωνιότητας που τους παρουσιάζει η ίδια η ιστορία της πόλης.
Από το 1960, που είχα έρθει από το χωριό μου στην Αθήνα, έστησα το πλανόδιο παγωτατζίδικο μου, επάνω στο τρίκυκλο ποδήλατο με ένα στρογγυλό ψυγείο και πωλούσα παγωτά, που εγώ ο ίδιος έφτιαχνα. Στεκόμουν στη γωνία Αποστόλου Παύλου και Διονυσίου Αρεοπαγίτου.
Κάθε απόγευμα, την ίδια πάντα ώρα, έβλεπα μιαν υπέργηρη κυρία, μία ευγενική φυσιογνωμία, να διασχίζει με βήμα αργό την Αρεοπαγίτου. Ήταν πράγματι μια ξεχωριστή φιγούρα προερχόμενη από το παρελθόν Αδύνατο πρόσωπο με λεπτά χαρακτηριστικά και τρόπους μιας άλλης ευγενούς καταγωγής. Το κεφάλι της κοσμούσε ψάθινο καπέλο με πλατύγυρο μπορ. Στο δεξί της χέρι κρατούσε επιδέξια ένα σκήπτρο με χρυσαφένια λαβή. Στα αδύνατα, σχεδόν αποστεωμένα δάχτυλά της φάνταζαν, μία φαρδιά βέρα κι ένα δαχτυλίδι με κατακόκκινη πέτρα. Κάθε τόσο σταματούσε και κοίταζε -με μάτια που έλαμπαν- ψηλά το βράχο της Ακρόπολης. Η όψη της μαρτυρούσε πως ο νους της ταξίδευε στο παρελθόν.
Κάθε που περνούσε από μπροστά μου διαγραφόταν στο πρόσωπο της η αχνάδα ενός χαμόγελου. Κι εγώ την χαιρετούσα με εμφανή συστολή, γιατί ήταν ένας διαφορετικός άνθρωπος και η παρουσία της μού γεννούσε σεβασμό.
Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια και μια μέρα πήρα την απόφαση και την ρώτησα ποια είναι.
«Το πλέον δύσκολο είναι να μιλάει κάποιος για τον εαυτό του. Για την εικόνα του κάθε ανθρώπου μπορούν να μιλήσουν μόνον οι άλλοι. Όμως αυτό δεν έχει σημασία, αλλά πιο πολύ αυτός ο όμορφος τόπος. Άκουσε, αγαπητέ μου…»
«Διονύσης.»
«Άκουσε, αγαπητέ Διονύση. Οι θεοί φτιάξανε την Ελλάδα, οι ημίθεοι την Αθήνα και οι Άνθρωποι το Θησείο. Ναι, μη χαμογελάς, αυτή είναι η αλήθεια. Η Αθήνα είναι μια αθάνατη πόλη. Οι αιώνες δεν μπόρεσαν να σβήσουν ούτε μια στιγμή από την σπουδαία και ένδοξη ιστορία της. Μάλιστα θα πρόσθετα, πως το αντίθετο συμβαίνει. Φόρτωσε στα χρόνια την ιστορία της και τα άφησε να την κουβαλούν ως τα σήμερα και ως το μέλλον.
»Η σχέση μου με το παρελθόν είναι μια αέναη ζωντανή αίσθηση. Ο αέρας που αποπνέει ο χώρος, δεν ξέρω αν το νιώθουν κι άλλοι άνθρωποι, έχει μια μαγεία προερχόμενη από μακρινούς αιώνες
»Όλα τα σημεία της μοιάζουν σαν το κορμί μιας καλλονής που τραβάει το βλέμμα. Η αρχαία αγορά με τους σοφούς φιλόσοφους. Ο Ναός του Ηφαίστου, ο χώρος που έζησε κι έδρασε ο περίφημος αρχιτέκτονας Ικτίνος. Ο Κίμωνας. Ο μυθικός βασιλιάς της Αθήνας, Θησέας.
»Εδώ που χτυπούσε και πάντα θα χτυπάει η καρδιά της πόλης των Αθηνών. Ο λόφος των Νυμφών. Ο λόφος Φιλοπάππου. Ο βράχος που λέγεται πως φυλακίστηκε ο Σωκράτης.
»Είμαι η Μαρία Ρόζα. Γεννήθηκα στη Φλωρεντία. Κλέφτηκα με τον άντρα μου και ήρθαμε στην Ελλάδα. Εριγόνης 11 το σπίτι μου. Γειτονιά με τα φτωχικά σπίτια και ζεστούς ανθρώπους, πλημμυρισμένο στο άρωμα της ζεστής καραμέλας γάλακτος που διαχεόταν στον αέρα από το εργοστάσιο Παυλίδη και μέλωνε τα σωθικά μας.
»Από την πρώτη στιγμή που πάτησα αυτό το άγιο, το ένδοξο χώμα, ένιωσα οικείο και μοναδικά δικό μου, αυτόν τον τόπο. Άφησα πίσω μου πλούσια ζωή, μέρες φεγγερές, θάλασσα, ουρανό, φεγγάρι. Μα ετούτη η φυγή, καθόλου δεν έμοιασε με δοκιμασία. Αντίθετα, έμοιασε σαν να είναι ο γυρισμός στη γη που, σε άλλη ζωή μου, είχα εγκαταλείψει. Σαν να ξαναπατούσε γνώριμο χώμα που είχε βαθιά η ψυχή μου στα σπλάχνα της αφομοιωμένο.
»Όλα έμοιαζαν γνώριμα. Οι σιδερένιοι εξώστες, στα δίπατα νεοκλασικά σπίτια, ριγμένοι στο κενό, στέκονταν αγέρωχοι στη μοναξιά τους. Το αγιόκλημα που σκαρφάλωνε σκορπώντας τις απαλές ευωδίες του. Οι μικρές παράγκες από σαθρές τάβλες και σκουριασμένες λαμαρίνες· σαν έρημες ψυχές, προσπαθούσαν να σταθούν αλώβητες στους χειμώνες για να προστατέψουνε αγωνίες ανθρώπινες. Κι όλος αυτός ο σαρκασμός της φτωχογειτονιάς που ήταν φυτρωμένος σαν έμβρυο στα σπλάχνα ενός αρχαίου κόσμου, καμία δυσφορία δεν μου έφεραν. Ούτε στιγμή δεν πάσχισα να συνταιριαστώ με το χώρο. Όπου κι αν κοίταζα, έβλεπα γνώριμες εικόνες. Δεν ήμουν ξένη στη νέα γειτονιά και δεν αμφέβαλα ούτε στιγμή, πως επιτέλους βρισκόμουν στο σωστό τόπο.
»Σε κανένα κενό δεν βάθαινε η σκέψη μου. Βρισκόμουν στην Αθήνα. Κι όταν κάποιος βρίσκεται σε αυτή την πόλη, κανένα παράπονο δεν περισσεύει να ξεστομίσει παρά μόνο ευγνωμοσύνη. Γιατί βρίσκεται και ζει στην πιο ξακουστή πόλη με την αρχέγονη ιστορία αιώνων. Έτσι ένιωσα κι ακόμη νιώθω να ζυμώνεται η ψυχή μου, η καρδιά μου, το πνεύμα μου, το σώμα μου, στ’ αρχέτυπο καλούπι της με την οπτή γη, το καθάριο νερό, το λαμπρό φως και τον αέρα της.
»Εδώ, σε αυτά τα βήματα που διανύω ακόμη μεγάλωσα τα παιδιά μου. Το υπέροχο Θησείο, το προάστιο των περιπάτων στο παρελθόν, της ιστορίας, των θεών, των ημίθεων, των φιλοσόφων, των Ανθρώπων.
»Η Αθήνα είναι η πόλη μιας ονειρικής χώρας. Είναι η βίβλος των ημίθεων, των σπουδαίων φιλοσόφων που η γνώση τους τής χάρισαν αναλλοίωτη αίγλη και ιστορία παγκόσμια. Και οι θεοί, απλόχερα χάρισαν, μόνο στον Αττικό ουρανό, ετούτο το ουράνιο φως που δεν υπάρχει πουθενά αλλού σε όλη την πλάση.
»Τελειώνουν οι μέρες μου, μα ζωντανεύω σύγκορμη όταν περνοδιαβαίνω μέσα στους δρόμους του μαγευτικού Θησείου, που για εμένα είναι ολόκληρη η Αθήνα. Αισθάνομαι ότι είναι ένα ζωντανό κομμάτι του οργανισμού μου που κυλάει στις φλέβες μου.
Δημήτρης Βαρβαρήγος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου