Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2022



Μία συλλογή 40 αστυνομικών διηγημάτων 
από 40 εξαιρετικούς συγγραφείς, 
εκδόσεις Λέμβος. 


σε επιμέλεια Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη. 
Συγχαρητήρια
σε όλες και όλους, τους συγγραφείς!

Η συμμετοχή μου με τίτλο: "Omerta"

OMERTA

Ζητείται νέος έως 25 ετών για την θέση bodyguard

Ο Αντώνης, ένα εύρωστο δυνατό παλικάρι, από καλή οικογένεια, ότι είχε απολυθεί από τα ΛΟΚ, πήρε τη δουλειά -αν και δεν του άρεσε το κλίμα-, γιατί είχε καλή αμοιβή και θα μπορούσε να βοηθήσει την βαριά άρρωστη μητέρα του, ενώ παράλληλα θα συνέχιζε τις σπουδές του.

Ήταν αρκετά αθώος και ευκολόπιστος, ίσως και επιπόλαιος και δεν πήρε στα σοβαρά τα λόγια του άντρα που του μιλούσε ορθά κοφτά και αυστηρά. Το ταμπελάκι στο γραφείο του έγραφε, Διευθυντής.

«Αν δεχτείς τη δουλειά, θα δώσεις όρκο στο νόμο της σιωπής. Η παραβίασή του τιμωρείτε με θάνατο. Δεν θα φέρεις αντίρρηση όπου σε στέλνω, με στόμα τάφο και μάτια τυφλά.»

Ο Αντώνης κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Εκείνη τη στιγμή δεν σκεφτόταν κάτι άλλο παρά μόνο το πως θα έσωνε τη μάνα του. Χίλια ευρώ το μήνα και πολλά έξτρα, όπως του είπε, δεν ήταν και λίγα.

Επί ένα μήνα τον είχαν τρέξει σε εξωτερικές δουλειές μέχρι να αποκτήσει εμπειρίες και να τον κάνουν να αναλάβει δράση. Στην διάρκεια αυτή του έστησαν αρκετές δόλιες παγίδες για να τον υποτάξουν και εγκλωβίσουν στις δικές τους βρώμικες δουλειές. Έτσι, πότε με το καλόπιασμα και άλλοτε με απειλές τον ανάγκαζαν να υποκύπτει, μέχρι που τον έφεραν στα νερά τους· και ο Αντώνης μόλις σε ένα χρόνο είχε μεταλλαχτεί σε ένα αμείλικτο σιωπηλό κάθαρμα. Τα χρήματα που τον μπούκωναν και η εξουσία που ασκούσε με βία, είχαν σβήσει από μέσα του κάθε ίχνος συνείδησης.

22 Απριλίου Μαριούπολη

Η Νάνα, μια δεκαεξάχρονη κοπέλα από την Ουκρανία ήταν πλέον μόνη, δεν είχε γονείς, ούτε άλλους συγγενείς. Θάφτηκαν όλοι στο υπόγειο της πολυκατοικίας που διέμεναν· όταν μετά από βομβαρδισμό καταπλακώθηκαν. Μέσα στην απελπισία της για να γλιτώσει πήρε το δρόμο της προσφυγιάς μαζί με άλλα κορίτσια για τα σύνορα με τη Πολωνία. Εκεί την ξεγέλασαν ότι θα της δώσουν στέγη σε μια οικογένεια κι έπεσε θύμα κακοποίησης και εκμετάλλευσης.

Την κράτησαν έναν ολόκληρο μήνα κλεισμένη σε ένα σκοτεινό υγρό γιαπί, μαζί με άλλα δύο κορίτσια. Η διαβίωση δύσκολη. Κοιμόντουσαν στο πάτωμα επάνω σε λερές κούτες. Το φαγητό λειψό για να μην έχουν δύναμη να αντισταθούν. Ο εκφοβισμός και το αλύπητο ξύλο ήταν μέρος της καθημερινότητας τους.

Ένας χοντράνθρωπος μεγάλος σε ηλικία, Ρουμάνος στην καταγωγή, διακινητής, που προσπάθησε να την βιάσει δεν τα κατάφερε, του δάγκωσε η μικρή το αφτί κι αιμόφυρτος άρχισε να την χτυπάει και να την βρίζει.

Έφαγε ξύλο μέχρι που λιποθύμησε· κι αν δεν τον σταματούσαν θα την είχε σκοτώσει. Την επόμενη μέρα το κορμί της ήταν γεμάτο μώλωπες και πονούσε πολύ. Δεν τολμούσε να κουνηθεί και σφάδαζε στους πόνους. Μετά από μια βδομάδα, εντελώς αποδυναμωμένη κατάφερε να κινείται κάπως πιο εύκολα· και τότε από τον ίδιο άντρα δέχτηκε έναν βάναυσο βιασμό. Προσπάθησε να αντιδράσει αλλά ήταν μάταιο. Στα πρώτα δυνατά χαστούκια, υπέκυψε.

Ένιωθε σαν ζωντανή νεκρή, μόνο ανάσαινε και δάκρυα πλημμύριζαν το πρόσωπο της από ένα βουβό κλάμα που έβγαινε από βαθιά της. Το κτήνος μούγκρισε σαν θεριό η ευχαρίστηση της ηδονής τον έκανε να ξεσπάσει στα γέλια όταν σήκωνε τα παντελόνια του

15 Ιουλίου 2022 Αθήνα

Μετά από τέσσερεις δύσκολους μήνες πλημμυρισμένη από αγωνία και τρόμο βρέθηκε στην Αθήνα, φυλακισμένη σε ένα υπόγειο στα Εξάρχεια. Ταλαιπωρημένη, νηστική, βιασμένη και ξυλοδαρμένη.

«Θα μείνεις μαζί της δέκα μέρες, να την μάθεις με το καλό ή με το άγριο να κάνει τα κέφια που θα της ζητάς. Πρόσεχε, μεγάλε, αν δεν την καταφέρεις παίζεται το κεφάλι σου.» μήνυσαν στον Αντώνη με άγριο τρόπο.

Ο Αντώνης φύλακας της σε ένα τυφλό δωμάτιο να βράζει από την ζέστη. Δυο ράντζα μια καρέκλα κι ένα τραπέζι σαράβαλο γερμένο στον τοίχο για να μην σωριαστεί, όλη η επίπλωση.

Η Νάνα καθισμένη στο ράντζο και με δεμένο το ένα χέρι σε έναν κρίκο βυθισμένο στον τοίχο. Κοίταζε τον άντρα κλεφτά με διάχυτο το φόβο να μην επιχειρηθεί κι από αυτόν άλλη μία παρενόχληση.

-Μη φοβάσαι, δεν θα σε πειράξω, να μου ζητάς ότι θέλεις, της αποκρίθηκε με ένα αμυδρό χαμόγελο αισθανόμενος την αγωνία και τον τρόμο της.

Μόλις που ανοιγόκλεισε αμυδρά τα βλέφαρα της με κατάφαση εκείνη.

Η μέρα κύλησε αργόσυρτα δίχως να ξαναμιλήσουν. Ο Αντώνης γεμάτος αγωνία μιλούσε κάθε λίγο και λιγάκι με την άρρωστη μητέρα του να μαθαίνει νέα της.

Το βράδυ κοιμήθηκαν ανήσυχα ο καθένας στον δικό του κόσμο, στις σκέψεις και τις φοβίες του.

Την επόμενη μέρα ο Αντώνης είχε πάρει τις αποφάσεις του. Αγόρασε φαγητό και για τους δύο· και κάθε λίγο της έφερνε φρούτα, παγωτά και διάφορα γλυκά. Αυτή η κίνηση κέρδισε λίγο την εμπιστοσύνη της Νάνα. Έφαγε αρκετά κι αυτό την έκανε να νιώσει καλύτερα, πιο δυνατή. Μέρα τη μέρα οι δύο νέοι δέθηκαν. Μιλούσαν, άνοιξαν τις καρδιές τους και γίνονταν φίλοι παράλληλα με έναν διάχυτο ερωτισμό να πλανάται ανάμεσα τους.

Ο Αντώνης ούτε τόλμησε να την αγγίξει όσο έβλεπε μπροστά του ένα πληγωμένο πλάσμα. Άλλωστε από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισε ένιωσε μια βαθιά τρυφερότητα. Από εκείνη τη στιγμή δεν έφευγε από τη σκέψη του η εικόνα της.

Στις καθημερινές αναφορές του έλεγε ψέματα στον διακινητή πως την είχε στρώσει και ήταν πλέον ένα πειθήνιο όργανό τους που θα τους έφερνε πολλά χρήματα.

Η σκέψη του όμως ήταν άλλη. Είχε ερωτευτεί την κοπέλα και ήθελε να την γλιτώσει με όποια δυσκολία κι αν θα αντιμετώπιζε. Αναγκαστικά το συζήτησε με τη μητέρα του. Εκείνη τον κοίταξε λυπημένη, το βλέμμα της ήταν τσουνάμι που τον έπνιξε.

-Που έμπλεξες αγόρι μου; Να επανορθώσεις όποιο κι αν είναι το κόστος. Εμείς είμαστε άνθρωποι και όχι τέρατα.

Αυτό ήταν. Την φίλησε στο μέτωπο κι έφυγε αστραπή για το υπόγειο. Όλα έπρεπε να γίνουν γρήγορα και αθόρυβα γιατί αν καταλάβαιναν οι μαφιόζοι τις προθέσεις του, μαύρο φίδι που θα τους έτρωγε.

Αγόρασε ένα φόρεμα, μία περούκα, πέδιλα ανοιχτά υπολογίζοντας στην τύχη το νούμερο. Επέστρεψε κοντά της γεμάτος ένταση και με την αίσθηση πως ετούτο το κορίτσι τον είχε κάνει να ξαναβρεί τον εαυτό του.

Της εξήγησε πως περασμένα μεσάνυχτα θα φεύγανε. Εκείνη γεμάτη ευγνωμοσύνη έπεσε στην αγκαλιά του. Εκείνος ένιωσε το κορμί της καυτό επάνω του.

Οι ώρες κυλούσαν μέσα στην επικίνδυνη σιωπή και την αγωνία που κορυφωνόταν.

24 Ιουλίου 02:20

Στη νωχελική φρενίτιδα της ιλιγγιώδους δίνης της ακινησίας, έσβηναν φόβοι, ήχοι, σκέψεις. Γύρω από τα άψυχα σώματα ριγμένα στην άσφαλτο, ένα πνιχτό θρόισμα άπλωνε έναν σιωπηρό συγχρονισμό από χτυπήματα φτερών περιστεριού.

Την επόμενη μέρα η πρώτη είδηση που ακούστηκε.

Τραγικό δυστύχημα σημειώθηκε τα ξημερώματα της Τρίτης λίγο μετά τις 02:20 στη συμβολή των οδών Θεμιστοκλέους και Σόλωνος. Νεαρά άτομα, ένας άντρας και μια γυναίκα, παρασύρθηκαν από διερχόμενο αυτοκίνητο που κατά μαρτυρίες έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ παρέλαβε τα δυο άψυχα σώματα. Προανάκριση για τα αίτια του τροχαίου διενεργεί η τροχαία Αθηνών.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου