Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2021

Mar mi amor
Θάλασσα αγάπη μου 


Ευχαριστώ το exitirion, τον Σωτήρη Παστάκα και τους συνεργάτες για την ανάρτηση του διηγήματος μου: "Θάλασσα αγάπη μου"



Εσυρε αργά, σχεδόν βαριεστημένα τα βήματα του στην αιώνια φρικαλέα παρουσία του στη ζωή. Πολλοί άκουγαν στο πέρασμα του να μουγκρίζει ως άγριο θηρίο το είναι του. «Γαμώ το στανιό σου τι θεός είσαι εσύ και δεν με τελειώνεις, να ησυχάσω. Μου πήρες ότι πολυτιμότερο είχα στη ζωή. Μού στέρησες τη χαρά, την ανάσα… γιατί με κρατάς τώρα, σε τρώνε οι ενοχές και με αφήνεις για να καλύψεις τα λάθη σου. Άντε να δω που το πας, ποιο θα είναι το σχέδιο σου που μου ετοιμάζεις για να παίξω;»

Δέκα επτά ολάκερα χρόνια η ίδια διαδρομή βρέξει χιονίσει. Τρεις τ’ απομεσήμερο έπαιρνε την κατηφόρα απ’ την ανατολική Favela του Rio nte Janeiro. Κάπου τετρακόσια βήματα μετρούσε μέχρι να φτάσει μπροστά στη θάλασσα. Καθόταν επάνω σε ένα σαπισμένο ξύλο ανάμεσα σε κουφάρια βάρκες στο viejo carnagio. Άναβε ταμπάκο ρούφαγε αμίλητος την πίκρα του κι άδειος, απονευρωμένος αγνάντευε μακριά στον ορίζοντα· σαν κάτι να πρόσμενε να φανεί.

Γι’ αυτό του το κάμωμα οι εργάτες τον περιγελούσαν και του φώναζαν κάθε που τον έβλεπαν: «Ε, βασιλιά Αιγαία, ακόμα περιμένεις τον Θησέα;». Γελούσαν και με άλλα αναιδή χωρατά, μα εκείνος δεν τους έδινε σημασία. Ποτέ δεν είχε αντιγυρίσει κουβέντα όταν βρισκόταν εκεί. Λες ήταν εκκλησία, λες ο ιερός τόπος του. Σαν να έπινε ήρεμο φαρμάκι κι έσβηνε το παρόν. Εκεί μόνο το παρελθόν αιωρούνταν στις σκέψεις του. Ζωντάνευε ο κόσμος του, έπαιρνε χρώματα της γης και της θάλασσας. Γέμιζαν φωνές παιδικές τα αφτιά του και χαιρότανε, μα δεν το έδειχνε. Ήθελε να σηκωθεί να χορέψει, να τραγουδήσει, μα δεν το έκανε. Ποτέ δεν τόλμησε.

Άλλωστε, μετά το τραγικό ναυάγιο άλλαξε η ιδιοσυγκρασία του. Τσακίστηκε η ψυχή του· σαν να ‘γινε με μιας παλαιότερη από χίλια χρόνια. Σταμάτησε κάθε του δούλεψη, μόνο ανάσαινε κι αυτό γιατί δεν είχε από μόνος του τη δύναμη να την σταματήσει. Εφιάλτες φώλιασαν μέσα του και χάθηκε στην απομόνωση της σιωπής για να τους πολεμήσει. Μόνο κάποιες φορές έβγαζε πνιγηρά μουγκρητά, μα ποτέ εναντίον κάποιου άλλου, μόνο εναντίον του θεού.

Κανέναν δεν άφηνε στο carnagio να τον πλησιάσει, παρά μόνο εκείνο το λατίνικο ευλύγιστο σώμα της Alba. Έκανε χώρο να κάθεται πλάι του όταν τον πλησίαζε. Δεν κοιτάζονταν, ούτε μιλούσαν, δεν είχαν αλλάξει κουβέντα από πότε. Μόνο δάκρυα μοιράζονταν αν τύχαινε ο ένας να κοιτάξει κατάματα τον άλλον. Έμεναν στυλωμένοι να κοιτάζουν στον ίδιο βαθύ προορισμό της θάλασσας. Του άφηνε ένα πακέτο ταμπάκο και με ένα αέρινο άγγιγμα του χάιδευε απαλά την πλάτη, να του δώσει κουράγιο· και στιγμές αργότερα έφευγε.

Εκείνος τότε άκουγε να χτυπάει η καρδιά του όπως του καπιτάνο Liandro, του γιου του. Είκοσι πέντε χρόνων παλικάρι, τον πήρε εκείνη η ξελογιάστρα στα σκοτεινιασμένα κύματα της.

Η Alba, ο έρωτας του, έμεινε πιστή να μην θέλει άλλον να αγγίξει τη σάρκα της. Γερνούσε με τη θύμηση του. Εκείνη τη μέρα, μετά από δέκα επτά χρόνια, πριν προλάβει η Alba, να τραβήξει το χέρι της από την πλάτη του, τον ένιωσε να γέρνει και για πρώτη φορά άκουσε καθαρά τη βραχνή φωνή του. Mar mi amor.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου