Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2023

Στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος κυκλοφορεί στο ένθετο τα καλοκαίρια μας, το διήγημα μου «Η ομορφιά να είσαι Άνθρωπος». Θερμές ευχαριστίες στον Διευθυντή Πάνο Αμυρά για την αγάπη και το αμέριστο ενδιαφέρον του στη λογοτεχνία όσο και τον καλό φίλο και συγγραφέα Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη για την οργάνωση. 



Τα καλοκαίρια μας
Η ομορφιά να είσαι άνθρωπος
Όταν άρχισε το μυαλό μου να γεμίζει μνήμες, πλημμύρισε από εκείνα τα ξέγνοιαστα καλοκαίρια, τη θάλασσα, το ανέμελο παιχνίδι και το ξεκαρδιστικό γέλιο που γέμιζε όνειρα την πλάση κι έκανε τ’ αστέρια να χαμογελούν. Μεγάλωσα σε μια φτωχογειτονιά κάτω από την Ακρόπολη, με χωματόδρομους, πολλά παιδιά, πολλές φωνές και ατελείωτο παιχνίδι.
Πρώτη φορά το 1959 σε ηλικία πέντε ετών αντίκρισα τη θάλασσα, στο Παλαιό Φάληρο. Εποχή που οι εξελίξεις είχαν αρχίσει να ξεδιπλώνονται ήδη με τη λήξη του πολέμου και να προδιαγράφουν ένα νέο τρόπο ζωής μακριά από τη φτώχια και τη μιζέρια.
Η συγκεκριμένη χρονιά, εκτός του ότι ολοκλήρωνε το πρώτο μισό του 20ου αιώνα λειτούργησε ως το πρώτο βήμα για τη μετάβαση στη δεκαετία του 1960 που γέμισε τη συνείδηση των περισσότερων ανθρώπων ηλικιωμένων και νέων ως την «εποχή της αμφισβήτησης»: το Γούνστοκ, η εξέγερση στη Γαλλία με το blood and strawberry, ήταν οι απαρχές για τον αέρα ελευθερίας των κοινωνιών. Όπως και η ελευθερία του τύπου, πολύ σημαντικό. Άκουγα τον πατέρα μου να λέει: «Επιτέλους με τους φασίστες, θα μπορούμε τώρα να διαβάζουμε ελεύθερα, χωρίς να κρύβουμε την εφημερίδα στη μασχάλη.»
Τα καλοκαίρια περνούσαν σαν γύρισμα σελίδας. Έκρυβαν όμως μέσα τους έναν ολόκληρο μαγικό κόσμο που ομόρφαινε την ψυχή μου. Αίγινα και αγκίστρι, κοντινές διαδρομές και σύντομες παραμονές. Τα οικονομικά λιγοστά για ένα ζευγαράκι, όπως οι γονείς μου, που μόλις είχε βγει από τον όλεθρο του πολέμου και προσπαθούσαν να ορθοποδήσουν.
Κάποια χρονιά, το 1963 ήταν η πρώτη φορά που πήγαμε εκδρομή στο Καπανδρίτι, στο σπίτι του θείου Απόστολου, του κομμουνιστή, έτσι τον αποκαλούσε η δεξιά φατρία του σογιού. Ότι είχε αποφυλακιστεί από τη Μακρόνησο και μας περίμενε με λαχτάρα. Ήταν ένας γλυκός άνθρωπος που όλο μιλούσε για πολιτική, φυλακές, διώξεις και την ομορφιά να είσαι άνθρωπος. Εμπειρίες ζωής χαραγμένες βαθιά στην ψυχή του. Ήταν πολύ ανοιχτόκαρδος, ανοιχτόμυαλος και δοτικός.
Εκείνο το καλοκαίρι ήταν που η παρουσία του σημάδεψε πολιτικά το πνεύμα και τη μετέπειτα ζωή μου, όσο και η παρουσία της Μαργαρίτας, κόρη της συντρόφου του θείου, που ενέπνευσε σε ένα εννιάχρονο παιδί τον πλατωνικό έρωτα και ο κατά ένα χρόνο μεγαλύτερος αδελφός της, ο Αναστάσης, τη σημασία της αληθινής φιλίας.
Από εκείνη τη χρονιά και τα τρία παιδιά περνούσαμε μαζί τα καλοκαίρια μας. Η θάλασσα των Αγίων Αποστόλων ένωνε τις μέρες μας· και οι νύχτες στο Καπανδρίτι τα όνειρα μας. Ήταν εκείνες οι μαγικές στιγμές που μένουν για πάντα ανεξίτηλες στο χρόνο. Μα εκείνο που σημάδεψε και οργάνωσε την πολιτική μου σκέψη ήταν οι αφηγήσεις του θείου Απόστολου. Κάθε του λέξι κι ένας ήλιος που θα φώτιζε τη συνείδηση της ύπαρξής μου στο πέρασμα του χρόνου. Κάθε του ιδέα και μια πνοή φρεσκάδας γέμιζε το μυαλό μου με μια δύναμη που ακουμπούσε την ψυχή μου.
Η αυλή του σπιτιού ήταν μεγάλη με πολλά δέντρα και θάμνους. Έρχονταν κι άλλα παιδιά της γειτονιάς και παίζαμε κρυφτό. Πάντα πήγαινα σε μια κρυψώνα πίσω από μια στιβάδα ξύλων για τη στόφα του χειμώνα, ήταν σκοτεινά εκεί και δεν μπορούσαν να με βρουν. Η στιβάδα ήταν ακριβώς πλάι στη βεράντα που κάθονταν οι μεγάλοι να τρωγοπίνουν και να μιλούν. Σαν απόηχος ακούγονταν οι φωνές των παιδιών που με έψαχναν, μα εγώ ήμουν αφοσιωμένος σε όσα ιστορούσε ο θείος και μεγάλωναν την περιέργεια μου.
Όταν η νύχτα έμενε μονάχη από παιδιά και μόνον των μεγάλων ακούγονταν ψίθυροι, συντροφιά με το τραγούδι των κούκων και των γρύλων, ανασήκωνα το κεφάλι μου να ακούσω κάποια αληθινή ιστορία που είχε ζήσει ο θείος.
Μα ετούτο δεν κρατούσε για πολύ. Η κούραση πάντα βάραινε τα ματόκλαδα μου κι ούτε που καταλάβαινα πως οι σκέψεις μου αφομοιώνονταν σε εκείνο το χαοτικό βύθισμα.
Κι ένα βράδυ από τα πολλά, ένιωσα ένα σκούντημα. Ακούω τη φωνή του Αναστάση στο αφτί μου.
-Μώμο… Μώμο, ξύπνα.
Το πηχτό σκοτάδι δυνάμωνε τους ήχους της νύχτας. Ανασηκώθηκα κάπως ανήσυχα.
-Ακούς; με ρώτησε ο Αναστάσης και διέκρινα μια ταραχή στη φωνή του που με τρόμαζε.
-Ήρθαν πάλι για τον μπαμπά, ακούστηκε η φωνή της Μαργαρίτας που είχε σηκωθεί.
-Ποιοι ήρθαν; ρώτησα με έκπληξη και αγωνία έτοιμη να ξεσπάσει σε κραυγή.
-Ήρθαν πάλι εκείνοι, να συλλάβουν τον μπαμπά, απάντησε η Μαργαρίτα ταραγμένα.
-Ακούω πατημασιές, πλησιάζουν, ψιθύρισα.
-Παναγίτσα μου κάνε κάτι να γλιτώσει τη φυλακή, τρεμούλιασε η φωνή της Μαργαρίτας.
-Κάτι πρέπει να κάνουμε, λέω με απόφαση.
Παίρνω το θάρρος και σηκώνομαι. Περπατάω στις μύτες και κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Σκοτάδι κι όμως ξεχωρίζω αμυδρά δυο φιγούρες να σαλεύουν ανάμεσα στα δέντρα του κήπου.
-Πρέπει να ειδοποιήσουμε τον μπαμπά να κρυφτεί, ψελλίζει ο Αναστάσης.
Περίεργα συναισθήματα γέμισαν την καρδιά μου. Ο φόβος μου διαλύθηκε σαν αγέρι. Ψηλαφιστά στις μύτες και με προσοχή να μην τρίξει η πόρτα, βγήκα από το δωμάτιο. Μέσα στη σκοτεινή κουζίνα πύρωνε μια καύτρα τσιγάρου. Ήταν θείος που κάπνιζε και η ψύχραιμη στάση του μαρτυρούσε πως περίμενε τη στιγμή αυτή που εμείς τα παιδιά αγνοούσαμε.
Η Μαργαρίτα και ο Αναστάσης που με είχαν ακολουθήσει έπεσαν στην αγκαλιά του.
-Μπαμπά ήρθαν πάλι εκείνοι, πρόφερε η Μαρίνα πανικόβλητη.
-Πατέρα, φύγε να κρυφτείς, συμπλήρωσε ο Αναστάσης ταραγμένος.
Το χτύπημα στην πόρτα ακούστηκε δυνατό όσο κι επιτακτικό σπάζοντας κάθε άλλον φυσικό θόρυβο της νύχτας.
Ο θείος άναψε το φως. Μας χαμογέλασε και είπε.
-Αγωνίζομαι να μείνω ελεύθερος άνθρωπος. Έδωσε από ένα φιλί στα μέτωπα μας και συμπλήρωσε. Πηγαίνετε τώρα στα κρεβάτια σας και όλα θα γίνουν όπως πρέπει.
-Μπαμπά, φοβάμαι, πρόφερε η Μαργαρίτα κι έπεσε ξανά στην αγκαλιά του.
Ο Θείος έκανε νόημα στον Αναστάση να την πάρει στο δωμάτιο. Στη στιγμή έφτασαν η γυναίκα του και οι γονείς μου.
-Τα παιδιά και τα μάτια σας, τόνισε και με θάρρος άνοιξε την πόρτα.
Λίγο αργότερα που κόπασε ο πνιχτός λυγμός της θείας και το υγρό φως της μέρας απλωνόταν αδιάφορο, αποκοιμήθηκα με τα λόγια του να στριφογυρίζουν στο μυαλό μου: «Πιστεύω πως το πρόβλημα της ελευθερίας του ανθρώπου ξεκινάει από το σώμα του. Άμα δεν έχεις το δικαίωμα να χρησιμοποιήσεις το σώμα σου όπως σου γουστάρει, τότε μπορεί να αρνείσαι ένα ανελεύθερο σύστημα, αλλά ταυτόχρονα να αναπαράγεις ένα νέο σύστημα καταπίεσης.»* *Χρόνης Μίσσιος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου