Η σφαγή της Χίου 1822
με αφορμή την επέτειο παραθέτω ένα κείμενο στρατευμένης λογοτεχνίας
που προβλήθηκε στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος σε επετειακό αφιέρωμα
Η σφαγή της Χίου
Η αυλή του Δαμιανού Γεωργαντά έσφυζε από παιδικά γέλια. Όταν επέστρεφε από τον κάματο, στο μάζεμα της μαστίχας, καθότανε ξαποσταμένος να παρακολουθεί τα παιδιά του και χαιρόταν η ψυχή του. Τρία κορίτσια και δυο αγόρια είχε να προστατέψει. Σαράκι μαύρο έτρωγε τα σωθικά του· κι ας μην ήθελε να το δείξει. Πως θα τα μεγάλωνε, δίχως να τα αγγίξει τούρκικο χέρι.
Το Λενιώ, η μεγάλη του κόρη, ήταν μια καλλονή και την έντυναν με μαύρα ρούχα και τσεμπέρια να μοιάζει σαν γριά. Μα και οι άλλες τσούπρες που ακολουθούσαν ήταν πανέμορφες. Θα πιάνανε καλά λεφτά στο δουλεμπόριο αν τις ξετρύπωναν οι Τούρκοι. Έτρεμε στην ιδέα μην ξεπορτίσουν κάποια μέρα έξω από το σπίτι και τις δούνε. Αυτό θα ήταν το τέλος τους. Έτρωγε κι αυτά συλλογιζόταν. Κάθε μέρα ετούτα συζητούσε με την Χρυσάνθη, τη γυναίκα του.
-Γυναίκα, πρέπει να φύγουμε όσο είναι καιρός, τι θα τα κάνουμε τα παιδιά αν ξεσπάσει η εξέγερση; Τόνιζε τρομοκρατημένος και συνέχιζε. Έμαθα πως ετοιμάζουν επανάσταση, αποβιβάστηκε στη Σάμο ο αξιωματικός Αντώνης Μπουρνιάς με διακόσιους άνδρες.
-Μαύρο Μάρτη, θε να ‘χουμε. Θα τα κλείσω όλα στην κρύπτη μέχρι να βρούμε ευκαιρία να φύγουμε.
Οι καιροί ήταν δύσκολοι κι ας άκμαζε η ελληνική κοινότητα. Οι Έλληνες ήταν περισσότεροι στο νησί, είχαν φτάσει να το κατοικούν 100 χιλιάδες, αλλά αυτό δεν έλεγε τίποτα. Καμιά ασφάλεια δεν θα τους πρόσφερε η κοινότητα σε περίπτωση σοβαρών γεγονότων.
Η μαστίχα ήταν σημαντικό προϊόν, τούς παρείχε το προνόμιο να ζουν με τα στοιχειώδη και τίποτα περισσότερο. Όλα βρίσκονταν σε μια τεντωμένη κλωστή. Ο αέρας μύριζε αίμα κι όλοι έτρεμαν τον τούρκο.
Σχέδια για εξέγερση στη Χίο γίνονταν από τους πρώτους μήνες της Επανάστασης, το 1821, αλλά μετά την έναρξη της επανάστασης οι Οθωμανοί είχαν αγριέψει και δεν έδειχναν οίκτο για κανέναν Έλληνα, ακόμη και με αυτούς που είχαν χρόνια στην δούλεψη τους.
Ο πληθυσμός βίωνε την οθωμανική καταπίεση στην πιο ακραία της μορφή. Καθημερινό φαινόμενο ήταν οι αρπαγές και οι φόνοι στην χώρα και στα χωριά. Υπεύθυνος στο νησί είχε αναλάβει ο σκληροτράχηλος Βαχίτ πασάς. Ανήσυχος με τα τελευταία γεγονότα με τον ξεσηκωμό των Ελλήνων, γέμισε το νησί με έναν μαχαιροφόρο οθωμανικό όχλο που αλώνιζε και τρομοκρατούσε. Έκλεβε και σκότωνε σε κάθε αντίδραση. Λεηλατούσαν, βίαζαν και άρπαζαν παιδιά και γυναίκες, και τις πουλούσαν στα σκλαβοπάζαρα.
Ήταν Μάρτης του 1822 η Χίος μπήκε στην επανάσταση, όταν ο Αντώνης Μπαρνιάς που είχε υπάρξει αξιωματικός του Ναπολέοντα στην Αιγυπτιακή εκστρατεία, με διακόσιους άνδρες αποβιβάστηκαν στη Σάμο και κάλεσαν τον Λυκούργο Λογοθέτη να συμμετάσχει στην εξέγερση της Χίου.
Οι Έλληνες έδειξαν τα δόντια τους στην φρουρά του Βαχίτ πασά, αλλά όσο περνούσαν οι μέρες δεν είχαν τα εφόδια να συνεχίσουν με την ίδια αποφασιστικότητα και σθεναρότητα τον αγώνα τους. Περίμεναν ενισχύσεις από την κεντρική κυβέρνηση -δυο ολμοβόλα και ξένους στρατιωτικούς-, που όμως δεν έφτασαν ποτέ στο νησί. Μόνο οι Ψαριανοί προσέτρεξαν σε βοήθεια, αλλά ώσπου να ετοιμαστούν είχαν ήδη περάσει οκτώ μέρες. Κάθε μέρα που περνούσε αποδυναμωνόταν η εξέγερση και σαν να μην έφτανε αυτό, άρχισε διχόνοια μεταξύ των δύο ηγετών Μπουρνιά και Λογοθέτη. Δέκατη τρίτη μέρα έσπασε το μέτωπο και η ιαχή του Μπουρνιά, «Ο σώζων ευατόν σωθήτω», μάτωσε τις καρδιές των επαναστατών.
Στην υποχώρηση το αίμα έρρεε ποτάμι. Οι Τούρκοι αποκεφάλιζαν όποιον προλάβαιναν και στήβαζαν τα κεφάλια τους να τα πάνε πεσκέσι στον Σουλτάνο. Το κυνήγι απλώθηκε σε όλο το νησί. Ακόμη και σε εκείνους που δεν είχαν καμιά ανάμειξη με την επανάσταση.
Ο Δαμιανός πετάχτηκε έντρομος.
-Χρυσάνθη, πάρε τα κορίτσια και φύγετε για τη σπηλιά, τσίριξε ταραγμένα.
Δεν πρόλαβαν να μαζέψουν δυο μπογαλάκια με τα απαραίτητα και δυο καβαλάρηδες Οθωμανοί, έσπασαν το ξύλινο πορτόνι της αυλής και όρμισαν μέσα. Ξεπέζεψαν, έδεσαν τα άλογα τους. Ο ένας έβγαλε νερό απ’ το πηγάδι, πότισε τα άλογα. Ο άλλος έδωσε μια κλωτσιά στην πόρτα και μπήκε στο σπίτι κραδαίνοντας ένα χατζάρι στα χέρια.
Όλοι ήταν μαζεμένοι σε μια γωνία με τα μάτια γεμάτα τρόμο. Ο Δαμιανός και η Χρυσάνθη είχαν κρύψει με τα σώματα τους τα παιδιά, σαν ασπίδες να τα προστατέψουν.
-Δεν κάναμε τίποτα, εμείς, πρόλαβε να πει ο Δαμιανός.
Στη στιγμή μπήκε και ο άλλος Τούρκος, ένας χοντρός και ψηλός άντρας με πυκνή γενειάδα και βλέμμα γεμάτο μίσος.
-Πολλά γρόσια μου μυρίζονται εδώ μέσα.
-Όχι τα παιδιά, τσίριξε η Χρυσάνθη.
Δίχως κουβέντα με αστραπιαία κίνηση, το χατζάρι πήρε το κεφάλι του Δαμιανού που πήγε να κάνει ένα βήμα μπροστά να τους προστατέψει.
Αίμα και ουρλιαχτά. Ένας ακόμα βόγκος ακολούθησε και το κεφάλι της Χρυσάνθης κύλησε στα πόδια των παιδιών που έτρεμαν σύγκορμα κλαίγοντας με παροξυσμό.
Ο χοντρός άντρας με μια βίαιη κίνηση σκίζει την μαύρη ρόμπα της και την αφήνει μπροστά του γυμνή
Ο άλλος, κοιτάζει τα παιδιά και μουρμουράει: «Γρόσια είσαστε. Ο Εβραίος, θα τα σκάσει χοντρά.»
Το λιανό κορμάκι της Λενιώς, δεχόταν το βάρος του χοντρού Τούρκου, όσο ο άλλος κόβει τα κεφάλια των δύο αγοριών και δένει πισθάγκωνα τα δυο λιπόθυμα κορίτσια.
Ανοίγει ένα τσουβαλένιο σακί και ρίχνει μέσα τα απαγχονισμένα κεφάλια. Χορτασμένοι από έργο τους, φεύγοντας, βάζουν φωτιά στο σπίτι.
Εκείνο το βράδυ, οι Οθωμανοί έκαψαν όλα τα σπίτια των Ελλήνων. Σφάγιασαν όλα τα παιδιά κάτω των τριών ετών, όλους τους άνδρες από δώδεκα ετών και πάνω· και όλες τις γυναίκες από σαράντα ετών και πάνω. Περισσότεροι από σαράντα χιλιάδες κάτοικοι του νησιού σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, ενώ μεγάλο μέρος του πληθυσμού διέφυγε προς τα Ψαρά, τις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο.
Το Λενιώ, η μεγάλη του κόρη, ήταν μια καλλονή και την έντυναν με μαύρα ρούχα και τσεμπέρια να μοιάζει σαν γριά. Μα και οι άλλες τσούπρες που ακολουθούσαν ήταν πανέμορφες. Θα πιάνανε καλά λεφτά στο δουλεμπόριο αν τις ξετρύπωναν οι Τούρκοι. Έτρεμε στην ιδέα μην ξεπορτίσουν κάποια μέρα έξω από το σπίτι και τις δούνε. Αυτό θα ήταν το τέλος τους. Έτρωγε κι αυτά συλλογιζόταν. Κάθε μέρα ετούτα συζητούσε με την Χρυσάνθη, τη γυναίκα του.
-Γυναίκα, πρέπει να φύγουμε όσο είναι καιρός, τι θα τα κάνουμε τα παιδιά αν ξεσπάσει η εξέγερση; Τόνιζε τρομοκρατημένος και συνέχιζε. Έμαθα πως ετοιμάζουν επανάσταση, αποβιβάστηκε στη Σάμο ο αξιωματικός Αντώνης Μπουρνιάς με διακόσιους άνδρες.
-Μαύρο Μάρτη, θε να ‘χουμε. Θα τα κλείσω όλα στην κρύπτη μέχρι να βρούμε ευκαιρία να φύγουμε.
Οι καιροί ήταν δύσκολοι κι ας άκμαζε η ελληνική κοινότητα. Οι Έλληνες ήταν περισσότεροι στο νησί, είχαν φτάσει να το κατοικούν 100 χιλιάδες, αλλά αυτό δεν έλεγε τίποτα. Καμιά ασφάλεια δεν θα τους πρόσφερε η κοινότητα σε περίπτωση σοβαρών γεγονότων.
Η μαστίχα ήταν σημαντικό προϊόν, τούς παρείχε το προνόμιο να ζουν με τα στοιχειώδη και τίποτα περισσότερο. Όλα βρίσκονταν σε μια τεντωμένη κλωστή. Ο αέρας μύριζε αίμα κι όλοι έτρεμαν τον τούρκο.
Σχέδια για εξέγερση στη Χίο γίνονταν από τους πρώτους μήνες της Επανάστασης, το 1821, αλλά μετά την έναρξη της επανάστασης οι Οθωμανοί είχαν αγριέψει και δεν έδειχναν οίκτο για κανέναν Έλληνα, ακόμη και με αυτούς που είχαν χρόνια στην δούλεψη τους.
Ο πληθυσμός βίωνε την οθωμανική καταπίεση στην πιο ακραία της μορφή. Καθημερινό φαινόμενο ήταν οι αρπαγές και οι φόνοι στην χώρα και στα χωριά. Υπεύθυνος στο νησί είχε αναλάβει ο σκληροτράχηλος Βαχίτ πασάς. Ανήσυχος με τα τελευταία γεγονότα με τον ξεσηκωμό των Ελλήνων, γέμισε το νησί με έναν μαχαιροφόρο οθωμανικό όχλο που αλώνιζε και τρομοκρατούσε. Έκλεβε και σκότωνε σε κάθε αντίδραση. Λεηλατούσαν, βίαζαν και άρπαζαν παιδιά και γυναίκες, και τις πουλούσαν στα σκλαβοπάζαρα.
Ήταν Μάρτης του 1822 η Χίος μπήκε στην επανάσταση, όταν ο Αντώνης Μπαρνιάς που είχε υπάρξει αξιωματικός του Ναπολέοντα στην Αιγυπτιακή εκστρατεία, με διακόσιους άνδρες αποβιβάστηκαν στη Σάμο και κάλεσαν τον Λυκούργο Λογοθέτη να συμμετάσχει στην εξέγερση της Χίου.
Οι Έλληνες έδειξαν τα δόντια τους στην φρουρά του Βαχίτ πασά, αλλά όσο περνούσαν οι μέρες δεν είχαν τα εφόδια να συνεχίσουν με την ίδια αποφασιστικότητα και σθεναρότητα τον αγώνα τους. Περίμεναν ενισχύσεις από την κεντρική κυβέρνηση -δυο ολμοβόλα και ξένους στρατιωτικούς-, που όμως δεν έφτασαν ποτέ στο νησί. Μόνο οι Ψαριανοί προσέτρεξαν σε βοήθεια, αλλά ώσπου να ετοιμαστούν είχαν ήδη περάσει οκτώ μέρες. Κάθε μέρα που περνούσε αποδυναμωνόταν η εξέγερση και σαν να μην έφτανε αυτό, άρχισε διχόνοια μεταξύ των δύο ηγετών Μπουρνιά και Λογοθέτη. Δέκατη τρίτη μέρα έσπασε το μέτωπο και η ιαχή του Μπουρνιά, «Ο σώζων ευατόν σωθήτω», μάτωσε τις καρδιές των επαναστατών.
Στην υποχώρηση το αίμα έρρεε ποτάμι. Οι Τούρκοι αποκεφάλιζαν όποιον προλάβαιναν και στήβαζαν τα κεφάλια τους να τα πάνε πεσκέσι στον Σουλτάνο. Το κυνήγι απλώθηκε σε όλο το νησί. Ακόμη και σε εκείνους που δεν είχαν καμιά ανάμειξη με την επανάσταση.
Ο Δαμιανός πετάχτηκε έντρομος.
-Χρυσάνθη, πάρε τα κορίτσια και φύγετε για τη σπηλιά, τσίριξε ταραγμένα.
Δεν πρόλαβαν να μαζέψουν δυο μπογαλάκια με τα απαραίτητα και δυο καβαλάρηδες Οθωμανοί, έσπασαν το ξύλινο πορτόνι της αυλής και όρμισαν μέσα. Ξεπέζεψαν, έδεσαν τα άλογα τους. Ο ένας έβγαλε νερό απ’ το πηγάδι, πότισε τα άλογα. Ο άλλος έδωσε μια κλωτσιά στην πόρτα και μπήκε στο σπίτι κραδαίνοντας ένα χατζάρι στα χέρια.
Όλοι ήταν μαζεμένοι σε μια γωνία με τα μάτια γεμάτα τρόμο. Ο Δαμιανός και η Χρυσάνθη είχαν κρύψει με τα σώματα τους τα παιδιά, σαν ασπίδες να τα προστατέψουν.
-Δεν κάναμε τίποτα, εμείς, πρόλαβε να πει ο Δαμιανός.
Στη στιγμή μπήκε και ο άλλος Τούρκος, ένας χοντρός και ψηλός άντρας με πυκνή γενειάδα και βλέμμα γεμάτο μίσος.
-Πολλά γρόσια μου μυρίζονται εδώ μέσα.
-Όχι τα παιδιά, τσίριξε η Χρυσάνθη.
Δίχως κουβέντα με αστραπιαία κίνηση, το χατζάρι πήρε το κεφάλι του Δαμιανού που πήγε να κάνει ένα βήμα μπροστά να τους προστατέψει.
Αίμα και ουρλιαχτά. Ένας ακόμα βόγκος ακολούθησε και το κεφάλι της Χρυσάνθης κύλησε στα πόδια των παιδιών που έτρεμαν σύγκορμα κλαίγοντας με παροξυσμό.
Ο χοντρός άντρας με μια βίαιη κίνηση σκίζει την μαύρη ρόμπα της και την αφήνει μπροστά του γυμνή
Ο άλλος, κοιτάζει τα παιδιά και μουρμουράει: «Γρόσια είσαστε. Ο Εβραίος, θα τα σκάσει χοντρά.»
Το λιανό κορμάκι της Λενιώς, δεχόταν το βάρος του χοντρού Τούρκου, όσο ο άλλος κόβει τα κεφάλια των δύο αγοριών και δένει πισθάγκωνα τα δυο λιπόθυμα κορίτσια.
Ανοίγει ένα τσουβαλένιο σακί και ρίχνει μέσα τα απαγχονισμένα κεφάλια. Χορτασμένοι από έργο τους, φεύγοντας, βάζουν φωτιά στο σπίτι.
Εκείνο το βράδυ, οι Οθωμανοί έκαψαν όλα τα σπίτια των Ελλήνων. Σφάγιασαν όλα τα παιδιά κάτω των τριών ετών, όλους τους άνδρες από δώδεκα ετών και πάνω· και όλες τις γυναίκες από σαράντα ετών και πάνω. Περισσότεροι από σαράντα χιλιάδες κάτοικοι του νησιού σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν, ενώ μεγάλο μέρος του πληθυσμού διέφυγε προς τα Ψαρά, τις Κυκλάδες και την Πελοπόννησο.
Όλες οι υπόλοιπες γυναίκες από τριών έως σαράντα χρόνων που αιχμαλωτίσθηκαν πουλήθηκαν από Εβραίους δουλεμπόρους σε παζάρια της Δύσης και της Ανατολής.
Ο Τούρκος πασάς της Χίου Βαχίτ πασάς, έστειλε στην Κωνσταντινούπολη αναφορά για την ανακατάληψη του νησιού. Απέστειλε μαζί και πέντε φορτία με κομμένα κεφάλια και δύο φορτία κομμένα αυτιά. Είκοσι πέντε χιλιάδες σκλαβωμένα αγόρια και κορίτσια.
Ο Τούρκος πασάς της Χίου Βαχίτ πασάς, έστειλε στην Κωνσταντινούπολη αναφορά για την ανακατάληψη του νησιού. Απέστειλε μαζί και πέντε φορτία με κομμένα κεφάλια και δύο φορτία κομμένα αυτιά. Είκοσι πέντε χιλιάδες σκλαβωμένα αγόρια και κορίτσια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου