Τετάρτη 14 Ιουνίου 2023

Ευχαριστώ την κα Άννα Ρω για τη φιλοξενεία του διηγήματος μου "Η Κερασιά" στο υπέροχο κι εμπεριστατωμένης ύλης ηλεκτρονικό περιοδικό ΣημειΩματάριο. https://simiomatario.gr


"Τα φτερά της πεταλούδας λιώνουν μόλις τα αγγίξει το βέβηλο χέρι" Διονύσιος Σολωμός




Δημήτρης Βαρβαρήγος: “Η κερασιά”
Διήγημα για τον Λογοτεχνικό Μαραθώνιο: “Το τείχος της ευτυχίας”

“Τα φτερά της πεταλούδας λιώνουν μόλις τα αγγίξει το βέβηλο χέρι”
Διονύσιος Σολωμός

Ο Σαλιβέριος ένιωσε να τρώει το δυνατότερο χαστούκι από τη μοίρα του.
Ένιωθε ένα τίποτα, ένας άνθρωπος χωρίς αξία. Τα είχε βάλει με τον εαυτό του. Σιχτίριζε κάθε σκέψη, κάθε ανάσα του, που είχε απομείνει μόνος του.
«Ε, και τι αξία έχει η ζωή όταν δεν έχεις τον άνθρωπό σου,» ψέλλιζε για να επιβεβαιώσει στον εαυτό του ότι είχε δεχτεί από τη ζωή μια ταπεινωτική ήττα που δεν είχε καταφέρει να πεθάνει πρώτος.
Τις πρώτες μέρες ούτε που ξεμύτισε από την πόρτα. Δεν ήθελε να συναντηθεί με κανέναν, ούτε γείτονες, ούτε γνωστούς ήθελε ν’ αντικρίσει.
«Όλα είναι ψεύτικα στη ζωή και δεν θα σου κάνω το χατίρι να με παιδέψεις άλλο… πούστη χάρε, άτιμο παιχνίδι μου ‘παιξες. Πήρες μακριά μου τη Ροζαλία μου… φτου σου ελεεινέ.»
Τις περισσότερες ώρες της μέρας ήταν ξαπλωμένος, παιδευότανε από μια θλίψη που του στερούσε τη δύναμη μέχρι και να σταθεί για λίγο όρθιος για τις ανάγκες του.
Η παραίτηση τον είχε καταβάλει ολοκληρωτικά. Ήταν τόσο πολύ χολωμένος με την πίκρα που του επιφύλαξε η μοίρα που ακόμη κι όταν για λίγο σηκωνόταν -μόνο τα άγρια μεσάνυχτα- από το ανάκατο κρεβάτι, φορούσε αμέσως το πλατύγυρο καπέλο του έχοντας την απόλυτη βεβαιότητα, πως αυτό του έκρυβε στο κούτελό του, το στίγμα του άδικου θανάτου της.
«Ξεφτιλισμένε, μου στιγμάτισες τη ψυχή,» μούγκριζε σαν άγριο πληγωμένο ζώο στο θάνατο, σέρνοντας τα βήματα του στο μικρό κουζινάκι. Συχνά, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια έβγαινε και στην αυλή, πότιζε κρυφά τη μικρή κερασιά, που χωρίς λόγο εκείνη τη χρονιά, μαράζωνε.
Όσο περνούσαν οι μέρες και συνειδητοποιούσε το βάρος που είχε η μοναξιά δίχως την αγαπημένη του τόσο περισσότερο τα έβαζε με τον εαυτό του.
«Είσαι ένας άχρηστος κωλόγερος… ένας ανάξιος, ένας φοβητσιάρης που δεν έχει τα κότσια ούτε να πεθάνει.»
Συνειδητοποιούσε ότι ήταν μόνος, αληθινά μόνος, και δε θα κατάφερνε να υπερασπιστεί τον εαυτό του απέναντι σ’ αυτή την πικρή, τρομαχτική μοναξιά. Αισθανόταν πολύ ευάλωτος και δε θα της έδινε την ευκαιρία να συνθλίψει την ψυχή του. Το ήξερε αυτό, το περίμενε, γι’ αυτό πριν από καιρό το είχε βάλει σκοπό να μην της δώσει την παραμικρή ευκαιρία να χαρεί με τον πόνο του· και πολύ περισσότερο να μείνει για πολύ καιρό μόνος του μέχρι να εξοντώσει τη ψυχή του. Ούτε και είχε σκοπό να βρει κάποια άλλη διέξοδο παρά μόνο αυτή της σαρκαστικής ικανοποίησης που θα ένιωθε με το θάνατο του, ότι δεν τη φοβάται και δε την υπολογίζει.
Όταν αποφάσισε επιτέλους τον τρόπο που θα ήθελε να φύγει για πάντα, άρχισε να συχνάζει κάθε βράδυ στο γνωστό κι αγαπημένο του στέκι. Το καρβουνάδικο του Μιχάλακα.
Νιβόταν, χτενιζόταν, φορούσε το λευκό μαντηλάκι στο πέτο του γαμπριάτικου κοστουμιού του και με βήμα αργό έσερνε το περήφανο κουφάρι του στη συντροφιά των μπεκιάρηδων.
«Στις ομορφιές σου είσαι Ιταλέ,» του φώναξε με περιπαιχτικό σαρκασμό ένας θαμώνας.
«Σταμάτα, ρε Φώντα, τι είναι αυτά που λες… άστον ήσυχο,» πετάχτηκε ένας άλλος.
«Ma va fan’culo!» ψέλλισε ο Σαλιβέριος, δίχως να τον ακούσουν και χωρίς να στρέψει το κεφάλι του να τον κοιτάξει. Το σαράκι που έτρωγε την ψυχή του ήταν μεγαλύτερο από κάθε άλλο περιστατικό.
Προσπέρασε και κάθισε στο βάθος που ήταν το στρογγυλό τραπεζάκι, πλάι στο σωρό με τα κάρβουνα.
Η Παραδισένια, η εγγονή του Μιχάλακα, του σέρβιρε το μισόκιλο.
«Το ξέρεις, κοπέλα μου, ότι έχεις το πιο ωραίο όνομα;» της είπε με ένα πικρό χαμόγελο.
«Εμένα καθόλου δεν μου αρέσει, κύριε Σαλιβέρι,» του απάντησε ορθά κοφτά.
«Άφησε ήσυχο το κορίτσι, Ιταλέ… δε βλέπεις που έχει δουλειά, μη την καθυστερείς,» του φώναξε ο γερό Μιχάλακας.
Οι ώρες που περνούσε τώρα στο καρβουνάδικο δεν είχαν την αλλοτινή ρέμβη που ένιωθε όσο ζούσε η Ροζαλία του. Τότε το κρασί σκορπιζότανε ευφρόσυνα στο αίμα του, τώρα χυνόταν ύπουλα στις φλέβες να τον δηλητηριάζει.
Ένα μήνα άντεξε η παρουσία του εκεί. Καθόταν στο ίδιο σκοτεινό σημείο πλάι στο σωρό με τα κάρβουνα κι όλο έπινε, κάπνιζε και ψέλλιζε λόγια ακατάληπτα που κανείς δεν καταλάβαινε τι έλεγε, και σε ποιον.
«Δε θα σ’ αφήσω ποτέ μόνη,» ήταν η φράση που ξεκινούσε το παραλήρημα και κάθε τόσο ανάμεσα στα άλλα λόγια την επαναλάμβανε μέσα απ’ τα δόντια του κι έπινε μέχρι σκασμού, προκαλώντας σε αναμέτρηση το θάνατο.
Η μοναξιά ήταν το προαίσθημα του θανάτου. Ήταν ο μοναδικός σιωπηλός σύντροφος που συνταίριαξε τα βήματα της οριστικά μαζί του.
«Ωραία τα κατάφερα… μα, σάματις περνούσε και κάτι άλλο από το χέρι μου Ροζαλία μου; ψιθύρισε απορροφημένα με απολογητικό ύφος κοιτάζοντας πότε πότε τους άλλους με αδειανό απόμακρο βλέμμα. Δεν ήθελε να τον ακούσουν. Δεν ήθελαν και πολύ οι μπεκιάρηδες, για να ξεσπάσει η κοροϊδία.
«Πάει του σάλεψε,» λέγανε και συνεχίζανε την κουβέντα τους και το πιόμα.
Τελευταία φορά που τον είδαν, τον είχε κυριεύσει ένα παράδοξο αίσθημα. Σαν να του είχε φύγει η βαριά θλίψη που τον έκανε να σέρνει τα βήματα του. Ένιωθε ανάλαφρος κι αυτή η ελαφρότητα τον γέμιζε σαρκαστική ειρωνεία, πως θα σταματήσει το χρόνο.
Είχε βρει τρόπο ν’ αλλάξει ρότα στο πεπρωμένο του. Είχε αφομοιώσει στο νου του την τακτική, το πώς να σκορπίσει μέσα στο χρόνο τον εαυτό του –αφαγία, κρασί και τσιγάρο. Τούτα τον έκαναν να διαισθάνεται τη ρέμβη ενός σημαντικού επιλόγου να πλησιάζει.
Κάθισε στη γνωστή του θέση. Έπινε κι απευθυνόταν πλάι του χειρονομώντας με αργές κινήσεις λες κι από την άλλη πλευρά να καθόταν κάποιος. Πράγματι, δεν ήταν μόνος του εκείνο το συνηθισμένο απόγευμα, όπως τόσα άλλα.
Είχε συντροφιά έναν άντρα σιωπηλό κι αφανέρωτο στους άλλους. Μόνο αυτός έβλεπε το σκοτεινό πρόσωπο της παρείσακτης συντροφιάς· και όλο του μιλούσε αδιάκριτα και με απρέπεια βγάζοντας έξω το ιταλιάνικο γινάτι του.
«Είσαι ένας mezzano* ρουφιάνος… ένας σκοτεινός απατεώνας, γεμάτος απρέπεια Αρρώστια ανίατη, είσαι ρε… μεταδοτική. Χαιρέκακος. Σκορπίζεις πίκρα, πανικό κι απογοήτευση… υπάρχεις για πονάς τους ανθρώπους. Είσαι εχθρός μου! Ένας απρόσωπος και βέβηλος εχθρός μου.
Σε μίσησα, ρε αλήτη, που δεν έπαιρνες κι εμένα κοντά της, να ησυχάσω… τώρα σ’ ευχαριστώ που ήρθες να με λυτρώσεις. Μόνο κάνε ακόμη λίγη υπομονή να γράψω το τελευταίο γράμμα στη Ροζαλία μου.»
Χαμογελώντας μ’ ένα απροσδιόριστο φόβο ανησυχίας μήπως και δεν προλάβει να γράψει κάποια λόγια επάνω στο χάρτινο τραπεζομάντιλο, έβγαλε από την τσέπη του ένα μολύβι. Με τρεμάμενο χέρι, η μύτη του μολυβιού επούλωνε με λέξεις τις τελευταίες του πληγές.

«Anima mia… ανοιχτό βιβλίο ήμουνα και πάντα γνώριζες τις σκέψεις μου. Ήξερες πως πάντα αποστρεφόμουν τους ανθρώπους που δέχονταν μια πίστη, έναν θεό, δίχως να αμφιβάλλουν. Καθόλου τίμιο δεν είναι να πιστεύουν τυφλά μόνο στη δική τους αλήθεια, γιατί αυτό τους βολεύει κι εφησυχάζουν. Τους λείπει η κριτική ματιά. Τους λείπει η βαθύτερη τιμιότητα.
Τώρα με το φευγιό σου συλλογιέμαι πολύ το θεό. Λέω, τι ρόλο να παίζει στη ζωή μας;
Ρε, θεέ, αν υπάρχεις, άκουσε με… μπορεί και υπάρχεις, αλλά αν υπάρχεις, πως γίνεται οι άνθρωποι να αγωνιούν να σε βρουν· κι εσύ να μην φαίνεσαι πουθενά. Μάλλον κρύβεσαι, δεν αντέχεις τα ανθρώπινα ζητήματα. Και καλά κάνεις, γούστο σου είναι, αλλά σε αυτή την περίπτωση νομίζω, πως δεν είσαι αναγκαίος να υπάρχεις!»

Ένας βήχας του έκοψε το γράψιμο.
«Ανάθεμα,» τραύλισε και τράβηξε απότομα το λευκό μαντηλάκι από το πέτο και κάλυψε το στόμα του με λεπτότητα.

Τελευταία του είχαν πέσει τα δόντια και κροτάλιζαν τα χείλια του. Ήταν κάτι που δεν ήθελε να το βλέπουν και να το ακούνε άλλοι. Μεσολάβησαν μερικά λεπτά. Ήπιε μια γουλιά κρασί, άναψε τσιγάρο κι άρχισε πάλι να γράφει.

«La morte bum* Αλήτη θάνατε, είσαι μυστήριος. Ένα αναπόφευκτο μυστήριο για την ψυχή. Που την πας; Χάνεται; Αλλάζει υπόσταση;. Αν δεν υπήρχες, όλα θα ήταν ωραία. Απλά και όμορφα. Από την άλλη όμως τώρα που το σκέφτομαι, η διαδικασία της ζωής δεν θα είχε καμία αίγλη, κανένα μυστικό να αναζητηθεί. Αν αγνοούσαμε ότι σε κάποιο όριο της υπάρχει για τον καθένα μας το αποτέλεσμα σου, δεν θα αμφιβάλλαμε, ούτε και θα μας επηρέαζε τίποτα. Η ζωή θα έμοιαζε σαν ένα τεράστιο φιλόξενο σπίτι, αλλά για εμάς τους ανθρώπους η αμφισβήτηση της ζωής αρχίζει με την αίσθηση του τέλους.»

Το χέρι του πάγωσε. Σταμάτησε να γράφει. Μια βαθιά ανάσα, έδωσε πνοή στα κουράγια του. Ήπιε μια γουλιά κρασί· τον ξίνισε.
«Ούτε αυτό πια δεν μπορώ να γευτώ,» σκέφτηκε.

Σε αυτά τα ύστερα λόγια του, έδινε μεγάλη μάχη για να τα γράψει. Δεν ήταν που δεν τα ήξερε. Τα ένιωθε μέσα του εύγλωττα να ξεφωνίζουν, έπρεπε όμως να βρει την ικανότητα να τις διατυπώσει σωστά.
Πώς να καταγραφούν σε λόγια οι αισθήσεις; Πάλευε το μυαλό του ώσπου ένιωσε έτοιμος να συνεχίσει κι έσκυψε τη ζωή του επάνω στο χαρτί.

«Λοιπόν, Ροζαλία μου, συνεχίζω. Δεν φοβάμαι το θάνατο. Γραμμένο τον έχω στα παλιά μου τα παπούτσια. Τον αποζητάω για να λυτρωθώ. Δεν αντέχω αυτή τη ζωή χωρίς εσένα. Προσμένω εκείνη τη στιγμή ανάμεσα στην αστραπή και την αιωνιότητα, που θα με φέρει έξω από το μέτρημα του χρόνου. Έξω απ’ τις συμβάσεις που βάζουν μέτρο στα ανθρώπινα. Μου λείπεις. Η φυγή σου, με τσακίζει. Τώρα που βλέπω τη ζωή μου από μακριά, απ’ την τελική της άκρη, η μοναδική γιατρειά είναι να βρεθώ ξανά κοντά σου.
Ευτυχώς, λιγοστεύει ο χρόνος μου… και θα είμαστε πάλι μαζί. Σήμερα είναι Κυριακή, η μέρα που αγαπούσες περισσότερο γιατί βγαίναμε από τα όρια της πόλης με τους μοναχικούς περιπάτους. Βαδίζαμε μέσα στα δέντρα· κι όταν ο ήλιος έγερνε, ξαπλώναμε στο σκιερό χώμα π’ ανάδυε ευωδιές της γης, όμοιες με τον λαγνεμένο κόρφο σου.
Σ’ ανάσαινα! Μέσα μας ανάβρυζε μια αδιάκοπη αναζήτηση, μια ορμητική ανησυχία για ζωή γεμάτη ευπρέπεια. Για καινούρια πράγματα και για καινούριες λύσεις.
Η μοίρα μας ακολουθούσε αστείρευτη σε γεγονότα.
Όλα μας τα χάρισε, καλά και άσχημα… όμως πάντα είμαστε μαζί και λόγια τρυφερά και υποσχέσεις ξέφευγαν απ’ τα στενά όρια του εαυτού μας.
Σε άκουγα που ψέλλιζες τραγούδια και χανόμουνα στα σύννεφα.
Και να που έφτασε η στιγμή να γνωρίσουμε το αναπάντεχο. Να χαθούμε στη μελωδία ενός άγνωστου κόσμου…
Amore mio, δεν πίστεψα ποτέ στο θεό, όμως ξέρω πολύ καλά τι είναι θεϊκό στη ζωή. Εσύ αγαπημένη μου.
Τα παιδιά που μου χάρισες.
Οι αλήθειες που ζήσαμε και μοιραστήκαμε.
Η ασύγκριτη αγάπη που μου προσέφερες.
Η δικαιοσύνη που είχες να χαρίσεις σε όλους μας την ψυχή σου.
Σε πίστεψα τυφλά. Πίστεψα σε ότι ονειρευτήκαμε.
Κατακλυσμένος είμαι από σένα. Ανάσα, νερό, ήλιος, τροφή, αυτά ήσουν· κι εσύ μου έδινες ζωή.
Κάθε στιγμή που ζήσαμε ήθελα να σε κάνω ευτυχισμένη. Αστείρευτη ανάγκη να σου προσφέρω το μεγαλύτερο ποσοστό ευτυχίας που μπορούσα. Χαρά, ηδονή, τρέλα.
Σ’ ερωτεύτηκα με πάθος που άλλος άνθρωπος στη γη δεν έζησε.
Δεν είναι λίγη η αγάπη που συμβαίνει μέσα μου ακόμη για σένα. Γι’ αυτό αφήνω πίσω στην Αιωνιότητα τις στιγμές που βρεθήκαμε πλάι ο Ένας στον Άλλον.»

Η ανάσα του κόμπιαζε. Παγωμένος, θανατερός ιδρώτας έλουσε το πρόσωπό του. Το λευκό μαντηλάκι σφούγγισε τα πρώτα σημάδια της επαίσχυντης λιποταξίας της ψυχής.

«Άκου με, τα λόγια ετούτα είναι από σένα γεννημένα… δικά σου είναι, ζουν στο μυαλό μου, εσύ μου τα δίνεις, εγώ τα προφέρω. Λόγια τρυφερά όπως οι νύχτες που φωτίζονται απ’ το φεγγάρι.
Δύναμη είσαι άσβεστη… με κάνεις να φωνάζω τ’ όνομά σου…
Ροζαλία μου!… Ποτέ χωρίς εσένα!»

Η νύχτα προχωρούσε, απορροφώντας κάθε σκιά. Πνοές από αγιάζι, απρόσμενα δροσερές, άγγιξαν κι αναρρίγησαν τη σάρκα του. Έσφιξε το σακάκι του με δυσκολία. Έχανε τη δύναμη του.
Ένα αμυδρό στιγμιαίο χαμόγελο συσπάει τα χείλια του, καθώς το σκορπισμένο μυαλό του λύτρωνε την τελευταία του σκέψη, ότι έφτανε, επιτέλους, η στιγμή.
Το σούρουπο είναι η ώρα που φέρνει πάντα ένα τέλος
Πρώτα σβήνει τη μέρα, μπορεί μια εποχή, ίσως έναν χρόνο, έναν αιώνα.
Συχνά, έναν έρωτα, μια αγάπη ή μια ζωή.
Κανείς δεν αντιλήφθηκε την ύστατη φευγαλέα κι αμφίβολη στιγμή, το γέρο στη σκοτεινή γωνιά του καρβουνιάρικου που κύλισε στην ανυπαρξία.
Είχε γείρει το κεφάλι του στον αριστερό του ώμο. Στο δεξί χέρι του κρατούσε σφιχτά ένα ποτήρι κρασί, που χυνότανε αργά αργά επάνω στο παντελόνι του.

Νέκρωσε η φύση στο ακαριαίο διάστημα που είχε ανοίξει ο ίδιος με τη θέληση του, για να νιώσει λεύτερος και να ξαποστάσει από το μαρτύριο της έλλειψης.
Μα η αίσθηση στην επαναφορά του χρόνου, συνεχίζει να ολοκληρώνει εκ νέου τον κύκλο της.
Το καμπανάκι του τραμ κάλυπτε μελωδικά τον δρόμο προς την αφετηρία.
Ένα μυρμήγκι με χαμένο προσανατολισμό τρέχει δεξιά αριστερά δίχως προορισμό επάνω στο χάρτινο τραπεζομάντιλο, πατώντας επάνω στα φρέσκογραμμένα γράμματα.
Μια σαρανταποδαρούσα ξεμυτίσει στιγμιαία απ’ τα ξερόχορτα που είναι μαζεμένα σε μια γωνιά και ξαναχάνεται.
Μια κάμπια σέρνεται στο λεπτό κλαρί της κερασιάς.
Εκείνη την Άνοιξη, η κερασιά, αρνήθηκε να ανθίσει.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:

Ο Δημήτρης Βαρβαρήγος, γεννήθηκε στην Αθήνα. αποφοιτά από αγγλική σχολή λογοτεχνίας “awarded by the writing school” και γράφει σήριαλ για την τηλεόραση, θέατρο και λογοτεχνία. Θεατρικά έργα: “Υπατία” από την θεατρική ομάδα Ανάδρασις 2013. “Λιεσάνορες” Θέατρο Βαφείο 2015-2016. “Τύψεις”. “Ο έρωτας και ο θάνατος”. Από τη θεατρική ομάδα “ΔΙΟΔΟΣ” ανέβηκαν τα έργα: “Οι ανάγκες των αισθήσεων”. “Το όνειρο μιας αγάπης”, διασκευές από τα αντίστοιχα διηγήματα του Ζαχαρία Παπαντωνίου: “Η Καλαμιά τ’ Αναπλιού” και “Το ψυχικό της Γατομάτως”. “Ένας Παππούς μα τι παππούς” από τη μουσική θεατρική σκηνή. “Τρεις Βάλτοι” στο Life & Art theater 2016-2017. “Μήδεια Λαγνεύουσα”
Βιβλία: Από τις εκδόσεις Ν.Σ Μπατσιούλα κυκλοφορούν: “Υπατία” ιστορικό μυθιστόρημα, 10η έκδοση, Το βιβλίο Υπατία παρουσιάστηκε στην κεντρική αίθουσα της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας στην Αίγυπτο το 2007. Γυρίστηκε ταινία με τον τίτλο, agora. και ανέβηκε θεατρικό έργο 2013 στο θέατρο Ακαδήμια. “Λιπεσάνορες”, ιστορικό μυθιστόρημα 3η έκδοση, εκδόσεις Ν.Σ Μπατσιούλα, ανέβηκε το 2018-2019, στο Θέατρο Βαφείο. Από εκδόσεις Άγκυρα: “Το υστερόγραφο μιας συγνώμης” μυθιστόρημα. “Ότι αγαπήσαμε πίσω έμεινε” Τα εικονογραφημένα παιδικά βιβλία: “Θεοδώρα, μια αληθινή αυτοκράτειρα”. “Διγενής Ακρίτας, ο ήρωας που έγινε θρύλος”. “Κωνσταντίνος Παλαιολόγος – Ο τελευταίος Αυτοκράτορας”. “Η στάση του Νίκα – Η Μεγάλη εξέγερση”. Ακολουθούν: “Η γοητεία της δεύτερης φύσης”, μυθιστόρημα. “Πάθος” εκδόσεις Όμβρος, νουβέλα. “Με το ίδιο χρώμα η νύχτα και η σιωπή”. “Γυναίκες του Κόσμου”. “Είναι δύσκολη η αγάπη”. “Αδιέξοδοι έρωτες”, από τις εκδόσεις Χρήστος Ε. Δαρδανός. Το βιβλίο: “Ίμερος και Αστραία – Το μυστικό της σιωπηλής χώρας” από τις εκδόσεις Χατζηλάκος. “Σ’ έχω”, εκδόσεις Ελληνική πρωτοβουλία “Η Μαγική τρέλα της Δημιουργίας” Δοκίμιο Δημιουργικής Γραφής. “Anima mia”, μυθιστόρημα, από τις εκδόσεις Εν τύποις. Ποίηση: “Πιστοποιητικό Ανυπαρξίας” Χρ. Δαρδανός. “Carpe diem & Amour fou”, εκδόσεις Λυκόφως. “Πίστη και Περηφάνια”, μυθιστόρημα, εκδόσεις 24 γράμματα. Ο Δημήτρης Βαρβαρήγος, είναι: Πολιτιστικός εκπρόσωπος της Unesco λόγου, τεχνών κι επιστημών για την Πετρούπολη. Ραδιοφωνικός παραγωγός στην εκπομπή “Μέσα από Σένα” στο Symban World Radio Australia. Μέλος των “Ιστορικών συγγραφέων”. Στη συντακτική επιτροπή του λογοτεχνικού περιοδικού “Ρωγμές” Συντάκτης της εφημερίδας, “Μορφωτικός της Πετρούπολης”. Έχει συμμετάσχει ως εκπαιδευτής σε εργαστήρια δημιουργικής γραφής στους Δήμους Πετρούπολης, Αμοργού, Πάρου, Αταλάντης, Στον Μορφωτικό Όμιλο Πετρούπολης, στους εκδοτικούς οίκους Άγκυρα και Έναστρον.
Λίγα λόγια από το ΣημειΩματάριο:

Ο Λογοτεχνικός Μαραθώνιος διοργανώθηκε από το περιοδικό ΣημειΩματάριο με γνώμονα τη διάδοση της λογοτεχνίας και την επίτευξη αλληλεπίδρασης μέσω αυτού του κοινού άξονα, δράση που ουδεμία σχέση έχει με διαγωνισμούς και αμειβόμενες προωθητικές ενέργειες

Το περιοδικό ΣημειΩματάριο έχει θέσει ως όρο για τη συμμετοχή στον Λογοτεχνικό Μαραθώνιο τη σύμπλευση των κειμένων με τους κανόνες περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθώς και την άρτια επιμέλειά τους. Ως εκ τούτου, δεν φέρει καμία ευθύνη για το περιεχόμενο και την εμφάνιση των κειμένων που θα δημοσιευτούν, αν και θα κάνει ό,τι είναι δυνατόν για την ταύτισή τους με τους όρους του περιοδικού.

Πηγή βιογραφικού: https://biblionet.gr/%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%89%CF%80%CE%BF/?personid=23660

Πηγή φωτογραφίας – βιογραφικού: Δημήτρης Βαρβαρήγος

Επιμέλεια παρουσίασης: Άννα Ρω


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου